Προς τα τέλη Αυγούστου... είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε έναν εκπληκτικό αρχαιολογικό χώρο, το ξακουστό Νεκρομαντείο του Αχέροντα...
Μέσα από φωτογραφίες και σχετικές πληροφορίες, θα σας ξεναγήσω σε αυτό το μοναδικό αρχαιολογικό τόπο, που αξίζει να τον επισκεφτείτε.
Πρόκειται για το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Το οποίο βρίσκεται κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό.
Στις αρχαίες πηγές η τοποθεσία της Αχερουσίας λίμνης περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται βορειότερα, συνδέεται με πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Εννοείται ότι επισκεφτήκαμε τον ποταμό του Αχέροντα, για τον οποίο θα ακολουθήσουν άλλες αφιερωμένες σχετικές αναρτήσεις.
Κατά την αρχαιότητα, οι πιστοί επισκέπτονταν το νεκρομαντείο για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον.
Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του (κ 488 κ.ε.).
Παρακάτω δίνει τη συναρπαστική περιγραφή της καθόδου του Οδυσσέα, ενός θνητού, στον Άδη (λ 24 κ.ε.). Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη θέση του νεκρομαντείου είναι εκπληκτική, στοιχείο που παρατηρεί και ο Παυσανίας σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα, θεωρώντας ότι ο Όμηρος πρέπει να είχε δει τα μέρη αυτά. (1.17.5)
Εδώ είμαστε λίγο πριν μπούμε στην είσοδο του Νεκρομαντείου Αχέροντα,
όπου πρώτα διασχίζουμε ένα μικρό λαβύρινθο...
Η είσοδος...
Στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν αναφορές για ήρωες που είχαν τολμήσει αυτή την κατάβαση στον Άδη: ο Ορφέας για να φέρει στη γη την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Ηρακλής για να φέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα της εξόδου από τον Άδη, και ο Θησέας με τον Πειρίθου για να αρπάξουν την Περσεφόνη.
Στα ισόγεια κτίσματά του Νεκρομαντείου, βρίσκονται όλοι οι απαραίτητοι χώροι για την εύρυθμη λειτουργία του: οι τόποι διαμονής των ιερέων και του υπόλοιπου προσωπικού, αποθήκες και χώροι υποδοχής. Εδώ ουσιαστικά σταματούσε κάθε επαφή με την πραγματικότητα, κάτι που επεδίωκαν με ζήλο οι ιερείς του ναού.
Οι επισκέπτες, πριν επιχειρήσουν την κατάβαση προς το Κάτω Κόσμο, πρώτα απομονώνονταν και υποβάλλονταν σε αυστηρή δίαιτα και σε υποχρεωτική σίτιση με κουκιά και λούπινα, τα οποία εκτός από μια ελαφριά δηλητηρίαση με κυάνωση τους προκαλούσε και παραισθήσεις αφού σταδιακά έχαναν την συνειδητή επαφή τους τόσο με τον εαυτό τους όσο και με την πραγματικότητα.
Όταν η κατάσταση τους άγγιζε το επιθυμητό για τους ιερείς επίπεδο, τότε οδηγούνταν στα έγκατα του Νεκρομαντείου, κατεβαίνοντας μία πέτρινη απότομη σκάλα και μέσω ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, σκοτεινού και υγρού, το οποίο διέκοπταν σιδερένιες πύλες -προφανώς για να επιτείνουν την αίσθηση ότι βρίσκονται όσο εγγύτερα γίνεται στο υποχθόνιο βασίλειο του Άδη- έφταναν στην κεντρική αίθουσα.
Η αίσθηση που έχεις σε αυτό το χώρο είναι πραγματικά μοναδικά περίεργη...
Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι αυτή η αίθουσα αποτελεί ένα θαύμα της ακουστικής, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετικά ανηχοϊκή αίθουσα, στην οποία καταλήγει ένας διάδρομος με πυκνά, πέτρινα τόξα που ξεκινούν από το πάτωμα.
Εκεί οι επισκέπτες έχυναν στο δάπεδο αίμα, για να ξεδιψάσουν οι νεκροί αλλά κυρίως να τους αναγνωρίσουν και να συνομιλήσουν μαζί τους. Υπολείμματα γραναζιών, που βρέθηκαν στις ανασκαφές, μας δείχνουν ότι οι ιερείς διαχειρίζονταν εξειδικευμένα μηχανήματα προκειμένου να ανεβοκατεβάζουν στο βωμό είδωλα, που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές.
Η εμπειρία του να επισκεφτείς αυτόν τον εκπληκτικό αρχαιολογικό τόπο,
συνυφασμένο με τόσους μύθους και τόσες συγκλονιστικές ιστορίες
είναι πραγματικά μοναδικά φοβερή...
Είναι συγκλονιστικό το ίδιο το μέρος,
το τοπίο με τους καταπράσινους αγρούς που εκτείνονται στον ορίζοντα,
η αύρα που εκπέμπει και πραγματικά σε καθηλώνει.
Φεύγοντας από το Νεκρομαντείο
αυτές οι δυο πεταλούδες μας ακολουθούσαν σε όλη τη διαδρομή.
Χόρευαν συνέχεια τριγύρω μας...
Πες μου τώρα εσύ πώς γίνεται το μυαλό να μην κάνει συνειρμούς...
"Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: Αρμονίη κόσμου παλίτροπος. (...) Κάμποσες τέτοιες στιγμές αναπαράχθηκαν σ' εκείνα τα ταξίδια μου στην Ελλάδα, και λέω στον εαυτό μου πως από εκείνα τα ελληνικά χρόνια, ό, τι αντέχει στον καιρό είναι αυτές οι εικόνες. Όταν συμβαίνει να τις ξαναζώ, ζωντανές όσο ποτέ, σκέφτομαι τους αρχαίους εκείνους μάντεις που διάβαζαν τη μοίρα των ανθρώπων και των πόλεων πάνω στο πέταγμα των πουλιών και στο σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στις δρυς."
Ζακ Λακαριέρ, Το Ελληνικό καλοκαίρι, Χατζηνικολή, 1980