Ζαν
Κοκτώ
Αθήνα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο κόσμος
χαμογελάει και είναι πόλεμος. Βλέπεις γυμνά πόδια και γάμπες. Στο ξενοδοχείο
τραγουδούν στους διαδρόμους. Όταν ζητάς μια πληροφορία σου τη δίνουν. Κόκκινες
καρέκλες κατακλύζουν τις πλατείες που μοσχοβολούν. Οι πιπεριές διαγράφουν
δαντελωτές σκιές πάνω στα καθαρά πεζοδρόμια. Τίποτα το σκυθρωπό στον ξένο αέρα.
Κι όλη εκείνη η αλαφράδα μιας πόλης ξεχύνεται γύρω από το βάθρο που τη
σμιλεύει, τη συμβολίζει, την εξυψώνει ως το μεγαλειώδες, ως το υπέρτατο
χαμόγελο, ως το ξανθό κλουβί, ως τον περιστερώνα των θεών, ως τα σκαρφαλωμένα
ψηλά άλογα και τον ιπποκόμο, με την κνήμη να προεξέχει από τη γωνία της στέγης.
Για εκατό χρόνια μια μικρή πόλη είκοσι χιλιάδων ψυχών έδωσε το παράδειγμα της ευφυΐας, της κομψότητας, της ισορροπίας, της ανθρωπιάς, του πνεύματος. Συνόψισε όλα αυτά σε ένα πλάτωμα που τα χέρια της το σηκώνουν προς τον ουρανό. Κι αυτό το πλάτωμα μιλάει και λέει: «Ποτέ πια».
Για εκατό χρόνια μια μικρή πόλη είκοσι χιλιάδων ψυχών έδωσε το παράδειγμα της ευφυΐας, της κομψότητας, της ισορροπίας, της ανθρωπιάς, του πνεύματος. Συνόψισε όλα αυτά σε ένα πλάτωμα που τα χέρια της το σηκώνουν προς τον ουρανό. Κι αυτό το πλάτωμα μιλάει και λέει: «Ποτέ πια».
Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος. Μόλις
φτάσαμε στο ξενοδοχείο, τρέξαμε στην Ακρόπολη. Τα ερείπια ανάδιναν έναν γλυκό
ήλιο, ένα μέλι παράξενο μέσα σ’ εκείνη τη μουντάδα.
Φεύγοντας από την Ακρόπολη, μπήκαμε στο θέατρο του Ηρώδη Αττικού και καθίσαμε στις κερκίδες. Ένας ελληνικό θίασος τοποθετούσε τα σκηνικά του Προμηθέα. Ύστερα από το θέατρο καθίσαμε σε μια ταβέρνα απέναντι και ήπιαμε ούζο. Δεν έλεγα να φύγω. Ο ουρανός σάλευε, ελισσόταν, ξετυλιγόταν, καλυπτόταν και αποκαλυπτόταν. Ο ήλιος άλλαζε φωτισμούς πάνω στα νέα ερείπια. Την παραμονή με είχαν εξουθενώσει οι παραστάδες και οι θόλοι. Και τούτος ο ήλιος του δειλινού κι αυτή η Ακρόπολη και τούτο το ερείπιο με τραβούσαν προς τα πάνω, μ’ αλάφρωναν, μου έδιναν φτερά. Δεν ένιωθα πια την παραμικρή κούραση.
Φεύγοντας από την Ακρόπολη, μπήκαμε στο θέατρο του Ηρώδη Αττικού και καθίσαμε στις κερκίδες. Ένας ελληνικό θίασος τοποθετούσε τα σκηνικά του Προμηθέα. Ύστερα από το θέατρο καθίσαμε σε μια ταβέρνα απέναντι και ήπιαμε ούζο. Δεν έλεγα να φύγω. Ο ουρανός σάλευε, ελισσόταν, ξετυλιγόταν, καλυπτόταν και αποκαλυπτόταν. Ο ήλιος άλλαζε φωτισμούς πάνω στα νέα ερείπια. Την παραμονή με είχαν εξουθενώσει οι παραστάδες και οι θόλοι. Και τούτος ο ήλιος του δειλινού κι αυτή η Ακρόπολη και τούτο το ερείπιο με τραβούσαν προς τα πάνω, μ’ αλάφρωναν, μου έδιναν φτερά. Δεν ένιωθα πια την παραμικρή κούραση.
Κι αναλογιζόμουν: Γιατί ο κόσμος έχασε
τη χάρη; Γιατί δεν γνωρίζουμε πια κανένα από τα μυστικά που ξαλαφρώνουν; Γιατί
χάθηκε το μυστήριο της ανύψωσης του μαρμάρου; Γιατί εμείς, που διαιωνίζουμε τα
μυστικά, είμαστε αθέατοι; Γιατί οι αριθμοί μας είναι σκοτεινοί;
Πέντε λεπτά μετά την αναχώρηση μας,
ένας Έλληνας έπεσε από την Ακρόπολη γιατί η ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε
ηττηθεί.
Ετούτη η μικρή πόλη! Κρατιέται ολόκληρη
πάνω στην ανοιχτή παλάμη της Αθήνας. Οι δρόμοι της είναι οι γραμμές του χεριού
της.
Συνάντηση με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Ξεπετιέται από το αυτοκίνητο μπροστά στο ξενοδοχείο. Τελείως τρελή και
συγκινητική συνάντηση. Αντάξια της Αθήνας όπου όλα τραβούν προς τα πάνω.
Πάμε μαζί στο δρόμο της Ελευσίνας να
δούμε την ελιά του Πλάτωνα και τον αναθηματικό βράχο της Αφροδίτης.
Απόγευμα. Ελευσίνα. Το μυστήριο της
Ελευσίνας είναι ότι δεν απομένει τίποτα εκτός από πελώρια ψίχουλα. Ο ναός
τίναξε τα μυαλά του για να μην αποκαλύψει τα μυστικά του. Δεν βλέπω παρά τις
εγκοπές όπου γλιστρούσε η πόρτα, μερικά σκαλοπάτια, την τρύπα από όπου
κατεβαίνει η Περσεφόνη στον Άδη, τον κάδο και το αυλάκι των θυσιών κι εκείνη
την επιγραφή στα ελληνικά: «Καλή τύχη!» πάνω σε μαρμάρινους ογκόλιθους. Γύρω η
θάλασσα.» (Μάιος 1949)