Διαβάζοντας το βιβλίο του Χρίστου Κυθρέωτη ένιωσα ότι δεν είμαι μόνη, ότι «υπάρχουν και άλλοι που έχουν νιώσει όσα εγώ». Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και έχοντας ως ήρωα έναν άνθρωπο της γενιάς μου, δεν ήταν λίγες οι φορές που ταυτίστηκα με τις λέξεις στις σελίδες του.
Ο Κυθρεώτης περιγράφει με έντονη ειρωνική ματιά το αδιέξοδο μιας γενιάς, εκείνης με μια έλλειψη προσανατολισμού στη ζωή, με «ένα παρόν που μας φαινόταν καταθλιπτικό κατευθυνόμενοι προς ένα μέλλον που δεν μας φαινόταν υποσχόμενο». Για το φόβο τον οποίο διακρίνει «στα βλέμματα και στα μισόλογα των περισσοτέρων συνομηλίκων» (σ.63), για αυτή την παράξενη «μόνιμη προσωρινότητα» (σ.69). Πρόκειται για ένα βιβλίο ενηλικίωσης, αλλά και συνειδητοποίησης των χαμένων ετών για όσους βρίσκονται λίγο πριν τα σαράντα. Εκείνοι που καταρρακώθηκαν περισσότερο από αυτή την πολυεπίπεδη κρίση, καθώς τους βρήκε στην πιο παραγωγική τους ηλικία.
Το βιβλίο περιγράφει ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του Αντώνη Σπετσιώτη, ενός τριανταπεντάχρονου δικηγόρου λίγο πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα για να εργαστεί στο εξωτερικό. Μια απόφαση που δεν έχει συνειδητοποιήσει απόλυτα ως προς τις επιπτώσεις της σε κάθε τομέα της ζωής του, καθώς και δεν την έχει ανακοινώσει σε κανένα. Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού του 2014, ο ήρωας καλείται ν' αντιµετωπίσει µια δύσκολη επαγγελµατική υπόθεση, να συναντήσει μια παλιά σχέση του, να συντροφεύσει τον πατέρα του στο τελευταίο του δροµολόγιο πριν βγει στη σύνταξη.
«Είμαι ο συνεργάτης (βλέπε υπάλληλος) δικηγορικού γραφείου που μένει στα Εξάρχεια γιατί τον βολεύει από κάθε άποψη και δεν θέλει ούτε μπορεί να μετακομίσει σε μια πιο «ήσυχη» περιοχή με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τα οποία δεν έχει ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι θα αποκτήσει. Αυτή είναι η ζωή μου και, παρόλο που δεν με ξετρελαίνει, σε γενικές γραμμές είναι οκέι – και το οκέι δεν είναι λίγο, όπως απαντώ από μέσα μου κάθε φορά που περνάω τη Ζωοδόχου Πηγής στο δρόμο για τα δικαστήρια και, όπως τώρα, αντικρίζω το ερώτημα που θέτει ο ανώνυμος φιλόσοφος στον τοίχο δίπλα από το ψιλικατζίδικο: Ναι, αλλά με τον εαυτό σου τι γίνεται;» (σ. 42)
Αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα στο βιβλίο είναι ότι ξεχειλίζει από μια καλά καλυμμένη ευαισθησία, εκείνη που μου αρέσει να διαβάζω. Αποπνέει ηττοπάθεια και απενοχοποίηση. Έχει μια βαθιά ειρωνική ματιά πάνω στα γεγονότα και ένα πικρό χιούμορ. Ο συγγραφέας θίγει τη δυσκολία των σχέσεων, την αδυναμία σχεδιασμού ενός μέλλοντος και ρίχνει μια πονηρή κριτική ματιά πάνω στις ζωές μας. «Ήμουν απλώς ένας θεατής, κι ίσως ποτέ στη ζωή μου να μη ζήτησα τίποτα περισσότερο – ίσως η ευθύνη να κάνω κάποιον άλλο ευτυχισμένο να πέφτει πολλή για τους δικούς μου ώμους». (σ.75)
Αντιπροσωπευτικό για τη ματαιότητα μιας εξουθενωμένης γενιάς που βρίσκει κουραστικό ακόμα και να ερωτευτεί: «Αυτή η γυναίκα που ίσως κάποτε ερωτευτώ και παντρευτώ βρίσκεται ήδη κάπου εκεί έξω, σήμερα νιώθω εξουθενωμένος και μόνο στη σκέψη πως θα πρέπει να τη γνωρίσω και να της εξηγήσω ποιος είμαι, να καταλάβω ποια είναι αυτή και να τα κάνω πάλι όλα απ’ την αρχή. Μου φαίνεται πως αντιπαθώ λίγο αυτή τη γυναίκα.» (σ. 172)
Το βιβλίο έχει μια αβίαστη ροή, αφηγηματική άνεση και απλότητα. Ο Κυθρεώτης δεν ψάχνει να βρει δύσκολες, εντυπωσιακές λέξεις για να τραβήξει το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη. Αντίθετα γράφει απλά και πραγματικά αληθινά. Και αυτό σε αγγίζει. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα καλά δουλεμένο και ενδιαφέρον βιβλίο που αξίζει να αναζητήσετε και να διαβάσετε.
«Εκεί που ζούμε», Χρίστος Κυθρέωτης, εκδόσεις Πατάκη, 2019, σ. 440