«Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα και όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή. Από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ από όμορφους δρόμους γεμάτους σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ. Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ’ εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι πάντα μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα…»
Όσο για τις κηδείες, εκεί είναι που ξεπερνώ τον εαυτό μου. Πραγματικά διαπρέπω. Περπατώ με βήμα αργό σε προάστια που ανθίζουν σιδερικά, ακολουθώ φαρδιές αλέες με τσιμεντένια δέντρα που οδηγούν σε τρύπες κρύας γης. Εκεί, κάτω από την πληγή του ουρανού που μόλις αρχίζει να ματώνει, κοιτάζω τους θαρραλέους συντρόφους να θάβουν τους φίλους μου σε τρία μέτρα βάθος. Αν ρίξω το λουλούδι που μου προσφέρει ένα λασπωμένο χέρι, πετυχαίνω πάντα τον τάφο. Η ευσέβεια μου είναι μετρημένη, η συγκίνηση καθωσπρέπει, το κεφάλι πάντα σκυμμένο. Θαυμάζουν πόσο ορθά μιλώ. Όμως δεν είμαι αξιέπαινος: περιμένω.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ, «Το καλοκαίρι», εκδ. Πατάκη. Αλμπέρ Καμύ (7 Νοεμβρίου 1913 - 4 Ιανουαρίου 1960)
Προηγούμενες αναφορές στον Καμύ: