Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός μέσα στα κύματα'
Ήμουν 21 χρονών όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Αλμπέρ Καμύ, κατά την διάρκεια ενός καύσωνα στην Αθήνα. Επέστρεφα από ένα νησί του Αιγαίου έχοντας μαζί μου ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βιβλία, κοχύλια και άμμο. Είδα τον Καμύ να με κοιτάζει από την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Μία ασπρόμαυρη γιγαντοαφίσα απεικόνιζε ένα άνδρα ντυμένο με ένα παλτό. Τα δυο χειμωνιάτικα μάτια του με κοιτούσαν στην καρδιά του καλοκαιριού. Δίχως δεύτερη σκέψη μπήκα μέσα στο βιβλιοπωλείο κι αγόρασα ένα βιβλίο του, την «Πανούκλα». Ερωτεύτηκα αμέσως αυτό τον σκοτεινό συγγραφέα. Καταβρόχθισα το βιβλίο μέσα σε δύο ημέρες, υπογραμμίζοντας με ένα μολύβι δεκάδες φράσεις, ενώ παράλληλα σκεφτόμουν για πολλές ημέρες την σκληρή μοίρα των φυλακισμένων κατοίκων της Οράν, την φρίκη του θανάτου που τους κοιτούσε κατάματα αλλά και την απύθμενη τρυφερότητα της ανθρώπινης ψυχής που τους χαρακτήριζε. Συνέχιζα να διαβάζω βιβλία του Καμύ για πολύ καιρό, γνωρίζοντας διάφορα δημιουργήματα του όπως τον «Ξένο», «Τον μύθο του Σίσυφου» και την «Πτώση». Σήμερα, 100 χρόνια μετά την γέννηση του, θα ήθελα να αναφερθώ όχι μόνο στον συγγραφέα αλλά και στον άνθρωπο που λεγόταν Αλμπέρ Καμύ.
Στην ηλικία των 27 χρονών επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα. Ήταν ο Αύγουστος του 1939 και ο νεαρός συγγραφέας ταξιδεύει στα νησιά του Αιγαίου μαζί με την αγαπημένη του Christiane Galindo. Διψασμένος για εμπειρίες, και με τα μάτια του πάντα άγρυπνα στις κοινωνικές μεταβολές που συνέβαιναν γύρω του, ο Καμύ μαζεύει όλα τα δώρα που του χαρίζει η ζωή. Στα 30 του δημοσιεύει τον «Μύθο του Σίσυφου», μέσω του οποίου μελετάει την λεγόμενη «θεωρία του παραλόγου», αποκτώντας έτσι μία θέση πλάι σε ονόματα όπως ο Κάφκα και ο Νίτσε, προσφέροντας μας μία από τις πιο ζωντανές αποτυπώσεις της πνευματικής κρίσης που περνούσε ο 20ος αιώνας. Κατά την διάρκεια αυτού του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα αρχίζει να διαβάζει Επίκουρο και γνωρίζει τους Στωικούς φιλοσόφους.
Ο Καμύ δεν παρέμεινε ποτέ ακίνητος. Η συγγραφική του παραγωγή είναι πολυδιάστατη, η πένα του τρέχει και αποτυπώνει δεκάδες άρθρα σε εφημερίδες, ασκεί κριτική σε θέματα τέχνης ενώ δεν λείπει και μία σειρά ποιημάτων τα οποία βάφτισε “Intuitions”. Το γεγονός της «διττής» ταυτότητας του, ως γάλλος της Αλγερίας, τον κάνει να αισθάνεται άπολις για όλο το διάστημα της ζωής του. Ακόμα και η παραμονή του στο Παρίσι θεωρείται από τον ίδιο ως μία μορφή εξορίας. Το 1955 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση που δέχτηκε από το γαλλικό ινστιτούτο της Αθήνας. Ήταν 42 χρονών και του ζητήθηκε να πάρει μέρος ως κεντρικός ομιλητής σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Καμύ φιλοξενείται στο σπίτι του μεγάλου διανοούμενου και ψυχολόγου, Άγγελου Κατακουζηνού. Το σπίτι του Κατακουζηνού γίνεται το ιδανικό σκηνικό ενός «γαλλικού» κύκλου ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από τον Καμύ. Σε εκείνο το αθηναϊκό σπίτι της Λεωφόρου Αμαλίας 4, το γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, ο γάλλος συγγραφέας θα χτίσει στενές φιλίες, ενώ ολόκληρη η εμπειρία της συγκατοίκησης μαζί του θα αποτελέσει το υλικό ενός βιβλίου που θα εκδώσει η σύζυγος του Άγγελου Κατακουζηνού το 1960. Η Άννα Κατακουζηνού περιγράφει τον Καμύ σαν έναν άνθρωπο γεμάτο γοητεία, αναφέρει διαλόγους ανάμεσα σε διανοούμενος και καλλιτέχνες , μιλά για νύχτες γεμάτες τσιγάρα και λόγια. Μιλά για ένα σπίτι-μουσείο που χάρις στον Καμύ είχε μετατραπεί σε μία κυψέλη σκέψης.
Το 1957 είναι το έτος της αποθέωσης του Καμύ με την απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας. Κατά την διάρκεια της απονομής του βραβείου στην Στοκχόλμη, ο Καμύ εκφωνεί έναν λόγο αφιερωμένο στην δύναμη της τέχνης και του πολιτισμού. Υποστηρίζει πως η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να γίνουμε άνθρωποι. Η αξία του Καμύ αναγνωρίζεται ακόμη και από τον πνευματικό του αντίπαλο, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο ποίος δηλώνει πως το βραβείο Νόμπελ στον Καμύ είναι ένα από τα πιο δίκαια βραβεία που δόθηκαν ποτέ. Ο Καμύ όμως δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος λογοτέχνης. Ο βιογράφος Olivier Todd σκιαγραφεί έναν άνθρωπο που ξέρει να χαίρεται την ζωή του. Κάνει λόγο για έναν άνδρα που απολαμβάνει το καλό κρασί, το καλό φαγητό και τις ωραίες γυναίκες. Τα γούστα του είναι απλά: λατρεύει τον Δον Ζουάν και τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, ενώ όταν του αναφέρουν την Αλγερία τα πράσινα μάτια του σκοτεινιάζουν.
Το 1959 ο Καμύ επιστρέφει στην Ελλάδα για Τρίτη φορά. Αποφασίζει να ταξιδέψει στο ελληνικά νησιά με το σκάφος του φίλου του Michel Gallimard. Παίρνει μαζί του ένα νεαρό έλληνα ζωγράφο, τον Μάριο Πράσινο, στον οποίο ζητά να ζωγραφίζει κάθε ελληνικό νησί το οποίο επισκέπτονται, ενώ ο ίδιος γράφει συνεχώς κάτω από τον λευκό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του. Ένα πρωί ο Καμύ φτάνει στην Λέσβο. Ερωτεύεται το νησί με την πρώτη ματιά και αποτυπώνει τα συναισθήματα του σε ένα γράμμα που στέλνει στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό:«Άγγελε, φίλε μου. Ανακάλυψα το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω. Πρόκειται για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στην θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στην θάλασσα από το ποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός μέσα στα κύματα. Όμως αγαπητέ μου φίλε, δεν με μάγεψε μόνο η ομορφιά του νησιού, αλλά και η ομορφιά των κατοίκων του. Θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που από μακριά φαίνονται στεγνοί, όπως τα δέντρα της ελιάς που καλλιεργούν, αλλά αν τους παρατηρήσεις από κοντά είναι γεμάτοι πλούσιους φυσικούς χυμούς, και λάμπουν, όπως λάμπει το ασήμι στα φύλλα των ελαιόδεντρων.»
Ο Καμύ δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην Λέσβο. Πέντε μήνες μετά από αυτό το ταξίδι του στην Ελλάδα, στις 4 Ιανουαρίου του 1960, πεθαίνει σε τροχαίο στη νότιο Γαλλία. Στο αυτοκίνητο που οδηγούσε χάνει τη ζωή του και ο φίλος του Michel Gallimard, ο ιδιοκτήτης του σκάφους με το οποίο ο Καμύ είχε ανακαλύψει τον ουτοπικό του παράδεισο στην γη. Ήταν μόνο 46 χρονών.
Αφιέρωμα στο blog για : τον αγαπημένο Αλμπέρ Καμύ / Albert Camus
18 σχόλια:
Δεν ξέρω τι μου άρεσε περισσότερο. Τα λόγια του Καμύ για τη Λέσβο, ή η φωτογραφία με τις σημειώσεις σου, από διάφορα αποσπάσματά του.
Την καλησπέρα μου. :)
...Έγραψα "η φωτογραφία σου" αν και τώρα πρόσεξα πως το κείμενο είναι αναδημοσίευση! Οκ, ήταν καλό και έτσι πάντως. :P
@ το φονικό κουνέλι: Πραγματικά! Ακριβώς επειδή μου άρεσε και εμένα, ως σύνολο, το αναδημοσίευσα. Συνήθως γράφω μόνο θέματα δικά μου, ως επί των πλείστων, μα αν κάτι μου αρέσει πολύ, δίνω χώρο. :) Πάντα με αναφορά, με πρόλαβες στο σχόλιο σου :)
Νομίζω ότι ταίριαξε και με τις "ταξιδιωτικές" αναρτήσεις που προηγήθηκαν από Νάξο... :)
Τι καταρα κι αυτη, οι καλυτεροι να φευγουν νωριτερα...
Καλο βραδι!
Καλημέρα!
Μπράβο που μας έγραψες λίγα λόγια για τη ζωή του, έχω την πανούκλα και ακόμη να τη διαβάσω.. τώρα που ξέρω και λίγα θα το διαβάσω αλλιώς..
έφυγε νωρίς. Πρόωρα. Θα γινόταν ένας σπάνιος Φιλέλληνας στα δύσκολα χρόνια...
Ξενικός
@ Butterfly : Όντως...
@ Hfaistiwnas : μπες στον κοσμο του Καμυ και θα σε μαγέψει. Αν θες δες το λινκ στο τελος της ανάρτησης, όπου οδηγεί σε ένα αφιέρωμα του ιστολογίου στη ζωή του... :)
@ Ξενικός : Πραγματικά, έχεις τόσο δίκιο... κρίμα!
Όμορφη ανάρτηση
Φιλάκια ...
Θυμάμαι εκείνο το αφιέρωμα που είχες κάνει στον Καμύ. Ήταν και η αφορμή να θέλω να τον διαβάσω που πολύ κακώς δεν είχα κάνει μέχρι τότε.
Ευχαριστούμε για το άρθρο, για όλα :-)
Ενδιαφέρον και εξαιρετικά γραμμένο!
Το είχα διαβάσει, όμως το ξαναδιάβασα μ' ευχαρίστηση.
Κάποιες λεπτομέρειες όχι τόσο γνωστές, αλλά χαρακτηριστικές για τον Καμύ.
Μ' έκανε να σκεφτώ ακόμα, ότι θα άξιζε μία ανάρτηση για τον Άγγελο και την Άννα Κατακουζηνού, την ιστορία τους και το σπίτι τους.
Καλό βράδυ:)
Είναι αυτό που γράφεις σε κάποιο σχόλιο πιο πάνω. Όταν ξέρεις διαβάζεις αλλιώς.
Με αφορμή εκείνο το παλιό σου άρθρο διάβασα Καμύ. Ευχαριστώ και πάλι :-)
@ Μαρία Έλενα : Kαλημέρα σου!
@ Margo : Πολύ μεγάλη χαρά μου δίνεις με αυτό που μου έγραψες margo, έτσι ξεκίνησαν αυτά τα αφιερώματα σε προσωπικότητες που ξεχωρίζω, και έτσι συνεχίζουν... Σε ευχαριστώ!
@ Άστρια : Τίποτα δε σου ξεφεύγει τελικά :) Όσο για το αφιέρωμα στο σπίτι του Κατακουζηνού, το έχω σκεφτεί... σε ευχαριστώ φίλη μου άστρια. :)
Πολύ ωραίο αφιέρωμα,απ'αυτά που σε στέλνουν να ψάξεις βιβλία του ,καλά λέει η Μάργκω . Κι εγώ να αναρωτιέμαι μα γιατί τα διάβασα τόσο μικρή (Πανούκλα και Ξένο) και τώρα δεν τα θυμάμαι όπως θα ήθελα ;
Ήμουν τόσο μα τόσο σίγουρη οτι οι φωτό με τις υπογραμμίσεις και το μολύβι είναι δικές σου !!!
υγ. Προσθέτω ένα ....χαμόγελο στις σκέψεις της Άστριας περί Κατακουζηνών...
υγ. Μεγάλο ευχαριστώ και πάλι γι αυτά που δεν ήξερα και για την ιδέα για το επόμενο βιβλίο και για τις σκέψεις που προκάλεσες πάλι .....
Φιλούδιααααααααα
@ ξωτικό : Πολύ σωστά κατάλαβες (ή μάλλον καλύτερα ...αισθάνθηκες) για το "χαμόγελο" για το σπίτι των Κατακουζηνών... ακόμη με τρώει μέσα μου... Καληνύχτα! :)
Δημοσίευση σχολίου