Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, έγραφα καθημερινά. Αμέσως από την πρώτη μέρα στράφηκα στη γραφή. Από εκείνες τις μέρες προέκυψε ένα ημερολόγιο καραντίνας και ένα θεατρικό έργο. Το θεατρικό κείμενο το κατέθεσα στο διαγωνισμό που προκήρυξε εν μέσω της πρώτης καραντίνας το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη. Λίγες μέρες πριν το δεύτερο lockdown,ενημερώθηκα ότι το θεατρικό κέρδισε στο διαγωνισμό συγγραφής. Θα παρουσιαστεί στο κοινό, μόλις οι υγειονομικές συνθήκες επιτρέψουν ν' ανοίξουν τα θέατρα. Θα σας ενημερώσω και θα χαρώ όσοι μπορέσετε να δείτε την παράσταση. Ανυπομονώ να δω να ζωντανεύει στη σκηνή το κείμενο μου, και αυτό ήταν ίσως το πιο ευχάριστο νέο αυτής της χρονιάς που σε λίγο θα τελειώσει.
Οι μέρες της δεύτερης καραντίνας, δε θυμίζουν εκείνες της πρώτης. Αυτή τη φορά είμαστε εξοικειωμένοι με τα μέτρα και τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, αλλά είμαστε πιο κουρασμένοι, πιο στρεσαρισμένοι. Mέρες με ανασφάλεια, εντατικές που γεμίζουν, μετρώντας νεκρούς και ανθρώπους που φεύγουν. Αναρωτιόμαστε αν θα υπάρξει τρίτη και τέταρτη καραντίνα, και τις συνέπειες τους.
Όταν ανακοινώθηκε τον Μάρτιο το πρώτο lockdown, ήταν σοκ για όλους μας. Για εμένα μια Αθήνα με κλειστά θέατρα, βιβλιοπωλεία και μουσεία, χωρίς βραδινούς περίπατους, δεν είναι η πόλη μου. Προφανώς και άλλα, αρκετά πράγματα λείπουν. Υποθέτω όμως ότι τελικά καμία αξία δεν έχει αυτό όταν ξεσπά μια πανδημία που αφανίζει ζωές. Σε τέτοιες συγκυρίες όλα μπαίνουν κυνικά στην άκρη.
Σε αυτή τη δεύτερη καραντίνα, επιστρέψω στο αρχείο του ημερολογίου της πρώτης και καταγράφω κάποιες στιγμές των ημερών. Παράλληλα επικεντρώνομαι στη συγγραφή πεζών κειμένων. Φωτογραφίζω. Περπατώ. Παρατηρώ. Στρέφομαι στη φύση. Τελικά ανάλογα με το πώς, το πού και το με ποιους επιλέγεις να περάσεις την καραντίνα, εκεί ανήκει και η καρδιά σου. Ίσως για αυτό ακούμε για τόσους πολλούς χωρισμούς, έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας σε όλο τον κόσμο. Οι καραντίνες σε φέρνουν απέναντι στο εσωτερικό εαυτό σου, στα θέλω, στις επιλογές σου.
Κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, η πανδημία θα είναι παρελθόν. Ας στραφούμε σε όσα, όσους αγαπάμε. Ας χαιρόμαστε το "τώρα", όσο προκλητικές και αν είναι οι εποχές.
Τις προηγούμενες μέρες στράφηκα σε βιβλιογραφία διαβασμένη χρόνια πριν, σχετικά με το πώς αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι το μυστήριο του θανάτου από καταβολής του κόσμου. Από την αρχαία εγγύς Ανατολή (Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι), τους Κέλτες και τη γιορτή του θανάτου, τους αρχαίους Έλληνες. Είναι εντυπωσιακό το πώς οι αρχαίοι πολιτισμοί προσπάθησαν να αποδεχτούν, να ερευνήσουν και να ερμηνεύσουν το θάνατο με τη φιλοσοφία, αναζητώντας απαντήσεις.
Έπειτα έτυχε να διαβάσω ότι επιστήμονες κάνουν έρευνες για να βρουν το ελιξίριο της ζωής, ώστε να ζούμε έως εκατόν πενήντα χρόνια. Ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να νικήσει το θάνατο, με το να επιμηκύνει περισσότερο τη ζωή. Δεν αναζητά πια απαντήσεις για το μετέπειτα, μοιάζει να εθελοτυφλεί. Και όμως ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο στη ζωή.
Σήμερα η μεγάλη δύναμη είναι η τεχνολογία και η επιστήμη. Οι απαντήσεις για θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης, παραμένουν οι ίδιες με όσες είχαν δοθεί στην αρχαιότητα. Καμία νέα προσέγγιση δεν έχουμε κάνει σε αυτά τα ερωτήματα. Σε εκείνα τα κείμενα αναζητούμε απαντήσεις ή δε ψάχνουμε καν απαντήσεις. Τις θάβουμε. Είμαστε ανάπηροι πνευματικά. Θεωρούμε άβολο ή άσκοπο να προβληματιστούμε, να φιλοσοφήσουμε, χαμένο χρόνο, ίσως πολυτέλεια.
Δε αγγίζουμε το θέμα. Είναι ο μεγάλος φόβος, η αχίλλειος πτέρνα του σύγχρονου ανθρώπου.
Πεθαίνουμε, χανόμαστε ως σώματα από αυτό τον κόσμο. Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να ακολουθεί. Κάνουμε παιδιά για να νικήσουμε το θάνατο. Σκοτωνόμαστε μεταξύ μας για να επικρατήσει ο ένας περισσότερο του άλλου. Αγαπημένοι χάνονται και μένουν πίσω τα ρούχα τους, τα αγαπημένα τους πράγματα. Το αποδεχόμαστε, συνεχίζουμε, αποδεικνύοντας τη δύναμη του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα και την ανημποριά του. Όσο και αν η επιστήμη προχωρά, δε θα νικήσει ποτέ τη δύναμη της φύσης.
Ο θάνατος είναι η απόλυτη δημοκρατία που μας εξισώνει όλους. Όλοι θα χαθούμε και εσύ που με διαβάζεις, και εγώ που γράφω. Για την ακρίβεια από καθαρή τύχη είμαστε εδώ. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Και όμως αναλωνόμαστε σε ματαιοδοξίες, τι νόημα έχουν;
Αν κάπου υπάρχει μια απάντηση για τη ζωή και το θάνατο είναι στη φύση. Στα σπαρτά, στα λουλούδια, στα δέντρα. Στο τέλος που σηματοδοτεί την αρχή. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν, και ο άνθρωπος ως κομμάτι αυτής της φύσης ακολουθεί τον κύκλο της. Επιστρέφει στο χώμα, του δίνει τα συστατικά του και ενώνεται μαζί της. Η επαφή με τη φύση απελευθερώνει.
Τα ψηλά δέντρα, ζούνε περισσότερα χρόνια από εμάς, ψηλώνουν τόσο που ίσα τα φτάνει το μάτι του ανθρώπου. Τα υπεραιωνόβια ζωντανά βουνά που μιλάνε στη δική τους γλώσσα, ανασαίνουν και δίνουν πνοή σε όλους εμάς και αντί να τα ευγνωμονούμε, τα καίμε. Υπάρχουν σήμερα παιδιά στο δυτικό κόσμο που δεν τα έχουν αγγίξει ποτέ.
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, τι θα κάναμε; Θα γράφαμε; Θα διαβάζαμε; Θα ζούσαμε με πάθος;
Από την άλλη, πώς γίνεται να μην είμαστε συμπονετικοί, να γινόμαστε ανταγωνιστικοί, να "πεθαίνουμε" για την επιβίωση και εντέλει να μη ζούμε; Πόσο τραγικά αστείοι θα μοιάζουμε αν μας παρατηρεί κάποιος από απόσταση.
Νομίζω ότι η ζωή κρύβει φοβερά μυστήρια, που αδυνατούμε να τα διανοηθούμε. Ο θάνατος δεν εκμηδενίζει, τονίζει την αξία της αγάπης. Αν κάτι είναι τόσο δυνατό όσο ο θάνατος, αυτό είναι η αγάπη. Η αγάπη προς τη φύση, τον εαυτό μας, τα ζώα, τον άλλο. Δεν είναι η τεχνολογία, απόδειξη ανωτερότητας. Όσο εθελοτυφλούμε και χάνουμε την ουσία της ζωής, όσο καταστρέφουμε τη φύση, όσο πονάμε τους άλλους, όσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τελειώνουν σε μια στιγμή, είμαστε ήδη νεκροί.
12/11/2020, ένας μήνας μετά παραμένει * δυνατή σαν το θάνατο η αγάπη
Όταν βρέθηκα στην Κύπρο, γύρισα όλο το νησί. Έπειτα μοιράστηκα τα σημαντικότερα σημεία τουσε μια χορταστική ανάρτηση. Λάτρεψα τη Λευκωσία, αφιέρωσα πολλά πρωινά σε περιπάτους και βόλτες σε αυτή. Επισκέφτηκα όλα τα μουσεία, κάθισα σε καφέ, αφουγκράστηκα τους παλμούς αυτής της πληγωμένης πόλης. Περπάτησα το βράδυ κατά μήκος της πράσινης γραμμής, χάζεψα γκράφιτι, τράβηξα αμέτρητες φωτογραφίες, ήπια ποτό δίπλα από το φυλάκιο του ΟΗΕ και τους στρατιώτες.
Σε εκείνο το ταξίδι έκανα και ένα ιδιαίτερο οδοιπορικό στην κατεχόμενη Λευκωσία.
Πάμε να περάσουμε σήμερα μαζί στην απέναντι μεριά.
Ήταν ένα καυτό μεσημέρι του Αυγούστου με αποπνικτική ζέστη και υγρασία.
Ο έλεγχος από το σημείο των τουρκικών φυλάκων ήταν εξονυχιστικός. Πέρασμα της αστυνομικής ταυτότητας σε υπολογιστή, διασταύρωση στοιχείων, έλεγχος αστυνομικών. Σε αντίθεση, ο έλεγχος στο φυλάκιο με τους Κύπριους αστυνομικούς ήταν χαλαρός, μόλις που έδειξα από μακριά την ταυτότητα μου και στην έξοδο και στην είσοδο...
Περνώντας στη μεριά της τουρκοκρατούμενης Λευκωσίας, αμέσως ένιωσα ανησυχία και ένα έντονο συναίσθημα θλίψης. Πριν ξεκινήσω την έρευνα, κάθισα σε κεντρική καφετέρια στην πλατεία. Παρήγγειλα ένα καφέ και ένα γλυκό. Έβγαλα το σημειωματάριο μου και παρατήρησα τον κόσμο τριγύρω και μπροστά μου. Οι αντιθέσεις ήταν παντού πολύ έντονες.
Στο πιο κεντρικό σημείο της πλατείας, ακριβώς απέναντι μου, δεσπόζει μια τεράστια φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος στέκεται σαν να επιτηρεί τα πάντα.
Εδώ βλέπεις την εικόνα σε κοντινό.
Ο εθνικισμός παντού έκδηλος στην πόλη.
Φωτογραφίες του Ατατούρκ και της τούρκικης σημαίας μέσα σε μαγαζιά και σπίτια.
Φτάνω το Μπουγιούκ Χαν ή Μεγάλο Χάνι, το μεγαλύτερο πανδοχείο στο νησί της Κύπρου που θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα διατηρημένα ιστορικά κτίσματα του νησιού. Χτίστηκε από τους Οθωμανούς το 1572, έναν χρόνο αφότου κατέλαβαν την Κύπρο από τους Ενετούς.
Ένα διώροφο πανδοχείο με τετράγωνη κάτοψη, μεγάλη εσωτερική αυλή, καμάρες και δύο εισόδους. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει μικρό οκτάγωνο θολωτό τζαμί, με βρύσες για πλύση πριν την προσευχή. Σήμερα λειτουργεί ως ένα κέντρο τεχνών, το οποίο αποτελείται από σειρά χώρων εκθέσεων, καταστημάτων, εργαστηρίων και εστιατορίων.
Όπως βλέπετε και εδώ δεσπόζουν οι φωτογραφίες του Κεμάλ Ατατούρκ.
Περίεργη αίσθηση να τρως και να τον έχεις συνέχεια από πάνω σου.
Δεν υπήρχαν πάντως πουθενά φωτογραφίες του Ταγίπ Ερντογάν.
Προχωρώντας φτάνω στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος σήμερα έχει μετατραπεί στο Τέμενος Σελιμιέ, προς τιμήν του Σουλτάνου Σελίμ Β’ (1566-1574), επί της εποχής του οποίου οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κύπρο.
Στο στιγμιότυπο παιδιά μπαίνουν, αφήνοντας στην είσοδο τα παπούτσια τους.
Εισέρχομαι μέσα στο ναό. Πραγματικά εντυπωσιακός.
Στέκομαι σε κάθε μια γωνιά του και φωτογραφίζω.
Γίνεται κατήχηση του κορανίου σε παιδιά. Χαζεύω διακριτικά. Ο άντρας ξαφνικά με κοιτάζει και μου φωνάζει γιατί δε φοράω μαντήλι στα μαλλιά.
Δε είχα σκοπό να φορέσω μαντήλι- οπότε βγαίνω γρήγορα εκτός.
Τουρίστες στην Αγία Σοφία. Εδώ μπορείτενα διαβάσετε την ιστορία του κτηρίου.
Απομακρύνομαι από τα τουριστικά σημεία και φτάνω στο εσωτερικό της κατεχόμενης Λευκωσίας.
Εγκατάλειψη. Σπίτια λεηλατημένα. Αυλές έρημες που άλλοτε γέμιζαν ζωή και με γέλια.
Τράβηξα πολλές φωτογραφίες, τόσες που είναι αδύνατον να αναρτηθούν όλες από εδώ.
Παρακάτω μια μικρή επιλογή όπου οι εικόνες "μιλάνε", μαρτυρώντας μια άλλη εποχή.
Η ζωή προχωρά με τα σημάδια να μένουν στο χρόνο και να σε γυρνάνε πίσω ακόμη και αν δεν υπήρξες εσύ εκεί στο παρελθόν. Το πέρασμα στην κατεχόμενη Λευκωσία είναι ένα πραγματικό ταξίδι στο χρόνο και στην ιστορία που σε κατακλύζει σκέψεις.
Σημεία όπου απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος.
Προσπαθώντας να δω τους ανθρώπους και τη ζωή στην πόλη, πίσω από τις προκαταλήψεις και από τις ταμπέλες.
Αγορά, τα γνωστά παζάρια...
με πάμφθηνα προϊόντα, απομιμήσεων.
Και όμως ακόμη υπάρχουν κολλημένες αφίσες -εδώ σε τρία μάλιστα διαφορετικά σημεία- από εκείνη τη συναυλία ειρήνης και συμφιλίωσης του Σάκη Ρουβά και του Μπουράκ Κουτ στην Κύπρο, στις 19 Μαΐου 1997, η οποία προκάλεσε σοβαρά επεισόδια και μπαράζ δηλώσεων.
Απαγορευμένη ζώνη. Έχουν σημειωθεί αιματηρά επεισόδια σε αυτά τα σημεία, και έχουν συμβεί πολλές δολοφονίες στρατιωτών.
Πίσω από τους φράκτες υπάρχει μια νεκρή πόλη.
Ο χρόνος σταμάτησε σε μια στιγμή και έκτοτε έμεινε στάσιμος.
Βαρέλια, οδοφράγματα, στρατιωτικά φυλάκια, σημαίες, ερειπωμένα κτήρια, τσουβάλια, πέτρες, καδρόνια... και αν ρίξεις μια ματιά πίσω από αυτά, θα δεις τις ζωές που σταμάτησαν στα ξαφνικά. Μια ακατοίκητη πόλη, ακινητοποιημένη στο χρόνο.
Μετά από πολλές ώρες περπατήματος, παρατήρηση αυτής της θεοκρατούμενης κοινωνίας, των γυναικών με μαντίλια, παιδιών σε κατήχηση, τα ερείπια, τα τζαμιά, τη φωνή του ιμάμη, τα παζάρια και τη ζωή στους δρόμους... αφήνω πίσω το ψευδοκράτος, μπαίνω στην οδό Λήδρας, και αρχίζει η επιστροφή μου στην Ελληνική πλευρά.
Αυτή η αφίσα πριν το ελληνικό φυλάκιο αναφέρει:
"Ο ανθρώπινος πόνος δεν έχει εθνικότητα ή θρησκεία.
Βοηθήστε στην ανεύρεση των αγνοουμένων μας"
Με το που εισέρχεσαι ξανά στην ελληνική πλευρά της Λευκωσίας είναι σαν να μπαίνεις στην Ευρώπη. Το αισθάνεσαι. Αφήνεις πίσω σου κάτι το "βαρύ", διαφορετικό, κάτι κολλημένο σε αλλιώτικες αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Η ελληνική Λευκωσία είναι η Ευρώπη. Η κατεχόμενη Λευκωσία απέχει πολύ από αυτό. Πατώντας στην αγαπημένη Λευκωσία στέκομαι σε αυτό το παγκάκι. Πάνω του στην ταμπέλα η λέξη "ειρήνη".
Όσα και αν έχεις ακούσει, όσα και αν έχεις διαβάσει, αν δε δεις, αν δεν περπατήσεις αυτά τα χώματα, δύσκολα θα αισθανθείς και θα καταλάβεις τι σημαίνει να έχεις χάσει την περιουσία σου, την πατρίδα σου, το σπίτι σου, τόσο βίαια από μια εισβολή.
Πατήστε να δείτε το παρακάτω βίντεο που τράβηξα, καθώς ακούγεται η φωνή του Ιμάμη.
Ίσως να πάρετε μια γεύση ακουστική από αυτό το οδοιπορικό...
Φωτογραφίες, βίντεο και κείμενο δημοσίευσης: Μαρία Αναστασοπούλου / Roadartist.