«Ώρες ώρες, σχεδόν δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω την ομορφιά αυτής της χώρας. Οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί εδώ, ειδικά αυτοί που δεν έχουν ταξιδέψει έξω από την Ελλάδα, ίσως υποθέτουν ότι κάπως έτσι είναι και ο υπόλοιπος κόσμος ή ίσως την έχουν συνηθίσει τόσο πολύ που δεν ασκεί τέτοια επίδραση πάνω τους. Όμως ένιωσα πολλές φορές κεραυνοβόλο έρωτα στην Ελλάδα. Αισθάνομαι σαν εθισμένος που περιμένει τη δόση του, προσδοκώντας την επόμενη φορά που η καρδιά μου θα κοντοσταθεί έκπληκτη σε μια αναπάντεχα όμορφη θέα.» (σ.191)
«Οι καρτ ποστάλ» είναι το πρώτο βιβλίο της Victoria Hislop που διαβάζω. Μετά από τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το «Νησί», η συγγραφέας έγινε πασίγνωστη στη χώρα μας. Μόλις εκδόθηκε το νέο της βιβλίο, οι εκδόσεις Διόπτρα μου έδωσαν την ευκαιρία να βρεθεί στην κατοχή μου. Το βέβαιο είναι ότι διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο, σε διακατέχει η μεγάλη αγάπη της συγγραφέως για την Ελλάδα. Η Hislop έχει κάνει εκτεταμένη έρευνα και αυτό φαίνεται από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Η ιστορία έχει ως εξής. Κάθε βδομάδα, στο γραμματοκιβώτιο της Έλι καταφθάνουν καρτ ποστάλ, με παραλήπτη ένα όνομα που της είναι άγνωστο, δίχως διεύθυνση αποστολέα και με μόνο το γράμμα Α αντί για υπογραφή. Οι καρτ ποστάλ απεικονίζουν διάφορα μέρη της Ελλάδας και γεμίζουν με χρώμα τη ζωή της Έλι στο Λονδίνο. Έπειτα από έξι μήνες, ξαφνικά, σταματούν να έρχονται και η κοπέλα απογοητεύεται. Όμως το κολάζ που έχει φτιάξει με τις καρτ ποστάλ, την έχει ήδη μαγέψει. Αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να δει αυτή τη χώρα με τα δικά της μάτια.
«Έσκισε τη σελίδα και την καρφίτσωσε πλάι στις κάρτες στον πίνακα από φελλό, σημειώνοντας όλους τους τόπους και ιχνηλατώντας το ταξίδι του αποστολέα. Άρτα, Πρέβεζα, Μετέωρα. Όλα τους μαγικά και ασυνήθιστα ονόματα.
Αυτή η χώρα, που δεν την είχε ποτέ της επισκεφθεί, γινόταν κομμάτι της ζωής της. Όπως σημείωνε εύστοχα και ο ίδιος ο αποστολέας, οι εικόνες ήταν ανήμπορες να μεταφέρουν τις μυρωδιές ή τους ήχους της Ελλάδας. Το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν ήταν μια φευγαλέα ματιά, ένα στιγμιότυπο. Ακόμη και έτσι όμως, η Έλι είχε αρχίσει να την ερωτεύεται.» (σ. 10)
Το πρωί που αναχωρεί, φτάνει στο γραμματοκιβώτιό της ένα σημειωματάριο. Οι σελίδες του διηγούνται την ιστορία της οδύσσειας ενός άντρα που ταξιδεύει στην Ελλάδα. Η ιστορία του Α ξεδιπλώνεται παράλληλα με την ανακάλυψη όχι μόνο ενός πολιτισμού, αλλά και της λαχτάρας του να μπορέσει να ξαναζήσει τη δική της ζωή στο έπακρο.
Ναύπλιο, Καλαμάτα, Αρκαδία, Πάτρα, Μεσολόγγι, Άρτα, Πρέβεζα, Μετέωρα, Δελφοί, Άνδρος, Ικαρία... Ίσως να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι η Hislop λειτουργεί ως μια πρέσβειρα της Ελλάδας, που απ' ότι φαίνεται γνωρίζει πολύ καλά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο μου άφησε την αίσθηση ότι η δημοσιογραφική της ιδιότητα καλύπτει τη συγγραφική της δεινότητα. Πολλές πληροφορίες παρουσιάζονται με αφορμή την επίσκεψη σε κάποιο νέο τόπο της Ελλάδας, αλλά με έναν θελκτικό τρόπο που δεν γίνεται βαρετός. Εκτός όμως από την αγάπη για την ομορφιά και την κληρονομιά της χώρας, η Hislop εκθέτει και έναν έντονο προβληματισμό για την κρίση και την εκτεταμένη καταστροφή που επιφέρει στις ζωές των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και τη γενικότερη παρακμή της εποχής μας.
«Φαντάστηκα τους μελλοντικούς επισκέπτες, μετά από δυο χιλιάδες χρόνια, να προσπαθούν να βγάλουν νόημα: από τη μια η Ακρόπολη και από την άλλη το φράγμα του Αχελώου. Στην ίδια χώρα; Μα τι πήγε στραβά; Θα είναι ένα μυστήριο, σαν το δίσκο της Φαιστού.» (σ.192)
Θα μπορούσε το βιβλίο να χαρακτηριστεί ως χρονογράφημα. Καθώς θέτει προβληματισμό για κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά ζητήματα, όπως και για θέματα της επικαιρότητας που απασχολούν την κοινή γνώμη. Η Hislop επισκέπτεται την Ελλάδα επί 40 χρόνια, κάτι που είναι φανερό στο βιβλίο της. Συναισθάνεται απόλυτα τον "παλμό της εποχής" και έχει καταγράψει τις αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου. Δεν παρουσιάζει απλά ενδιαφέρον να βλέπεις το πώς αντιλαμβάνεται τη χώρα σου κάποιος ξένος, μα επιπλέον νομίζω ότι σε βοηθά στο να την κατανοήσεις εσύ ο ίδιος καλύτερα. Την περιέργεια μου όμως κέντρισε και η εικόνα για τη ζωή εκτός της Ελλάδας, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο π.χ. στην Αγγλία και στη Γερμανία.
«Μιλήσαμε για τα φύλα και την εξουσία και την υπερίσχυση του ανδρικού Εγώ στην ελληνική κοινωνία. Είναι δυνατές οι γυναίκες στην Ελλάδα, όμως συχνά οι παλαιότερες μοιάζουν να υποτάσσονται στους άνδρες τους. Κανείς δε διαφώνησε. Όλοι τους είχανε μητέρες οι οποίες έκαναν όλα τα ψώνια, το μαγείρεμα και το καθάρισμα, ακόμη κι αν δούλευαν πλήρες ωράριο εκτός σπιτιού και οι ίδιες.» (σ. 72)
Τέλος ένα "συν" της συγκεκριμένης όμορφα επιμελημένης έκδοσης είναι οι εμβόλιμες υπέροχες φωτογραφίες των καρτ ποστάλ. Ουσιαστικά η τέχνη της φωτογραφίας συνομιλεί με τις ιστορίες, δημιουργώντας ένα διαρκή διάλογο με τα διηγήματα που αποτελούν αφηγήσεις των καρτ ποστάλ.
Victoria Hislop, Οι καρτ ποστάλ, μτφ. Φ. Πίπη, Διόπτρα, 2016.