«Ο κόσμος μοιάζει να λικνίζεται απαλά πέρα δώθε, λες και η θάλασσα παρασύρει ανάλαφρα την πόλη μακριά. Λες και όλη η υπόλοιπη Γαλλία έχει μείνει πίσω στη στεριά να τρώει τα νύχια της και να τρέχει και να σκοντάφτει και να κλαίει και να ξυπνάει σε μια μουδιασμένη, γκρίζα αυγή, ανίκανη να πιστέψει αυτό που συμβαίνει. Σε ποιον ανήκουν τώρα οι δρόμοι; Και τα χωράφια; Τα δέντρα;» (σ. 151)
Βρισκόμαστε στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην πιο παράλογα σκληρή στιγμή της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Η Μαρί ζει στο Παρίσι μαζί με τον πατέρα της κοντά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου εκείνος εργάζεται. Στα έξι της χρόνια τυφλώνεται. Ο πατέρας της φτιάχνει μινιατούρες, προσπαθώντας να τη βοηθήσει να νιώσει πιο ασφαλής και αυτόνομη. Της αγοράζει βιβλία, της χαρίζει κοχύλια, την παίρνει μαζί του στο μουσείο. Όταν εισβάλλουν οι Γερμανοί στη χώρα, τον Ιούνιο του 1940, αναγκάζονται να καταφύγουν στο Σαιν Μαλό, μεταφέροντας μαζί ένα επικίνδυνο μυστικό.
«Ο δόκτωρ Χάουπτμαν λέει ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, να φτιάξουμε τα πάντα. Λέει πως ο φίρερ έχει μαζέψει επιστήμονες για να τον βοηθήσουν να ελένξει τον καιρό. Λέει πως ο φίρερ θα φτιάξει έναν πύραυλο που θα φτάσει στην Ιαπωνία. Λέει πως ο φίρερ θα χτίσει μια πόλη στο φεγγάρι.» (σ. 204)
Σαν σε παράλληλη ιστορία, ο Βέρνερ, ένα ορφανό αγόρι από τη Γερμανία, μεγαλώνει με προορισμό να δουλέψει στο ορυχείο που σκοτώθηκε ο πατέρας του. Όμως η αγάπη του για την τεχνολογία, τον ωθεί να κερδίσει μια θέση σε μια από τις καλύτερες στρατιωτικές ακαδημίες της χώρας. Είναι η εποχή των μεγάλων φιλοδοξιών. Θα μπορέσει να αντέξει τον παραλογισμό της;
«Εκείνη τη στιγμή ο Βέρνερ σκέφτεται πόσο καταπληκτικά μάταιο είναι να χτίζεις πολυτελή κτίρια, να γράφεις μουσική, να τραγουδάς τραγούδια, να τυπώνεις τεράστια βιβλία γεμάτα πολύχρωμα πουλιά μπροστά στη σεισμική, σαρωτική αδιαφορία του κόσμου – τι φιλοδοξίες έχουν οι άνθρωποι! Γιατί να μπεις στον κόπο να γράψεις μουσική αφού η σιωπή και ο αέρας είναι μεγαλύτερα; Γιατί να ανάψεις λάμπες αφού αναπόφευκτα θα τις σβήσει το σκοτάδι; Αφού οι Γερμανοί στρατιώτες αλυσοδένουν σε φράκτες τους Ρώσους αιχμαλώτους ανά τριάδες ή τετράδες, τους βάζουν απασφαλισμένες χειροβομβίδες στις τσέπες και το βάζουν στα πόδια;
Όπερες! Πόλεις στο φεγγάρι! Είναι γελοίο. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να ξαπλώσουν στα πεζοδρόμια και να περιμένουν τα παιδιά να γυρίζουν την πόλη σέρνονται τα έλκηθρα με τα στοιβαγμένα πτώματα.» (σ. 400)
Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Pulitzer και το βραβείο Carnegie το 2015. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που σε κερδίζει από τις πρώτες σελίδες, διαβάζεται πολύ εύκολα. Σίγουρα σε αυτό συντελεί η εξαιρετική μετάφραση της Νίνας Μπούρη. Στο τέλος το κλείνεις με μια συγκίνηση και με καθάρια ευγνωμοσύνη προς τη ζωή. Συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν κάποια συναισθήματα που δεν μπορείς να τα μοιραστείς εύκολα, ούτε να τα επεξηγήσεις σε κάποιον άλλο γιατί απλά σε διακατέχουν ολοκληρωτικά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι διαβάζοντας το «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε», επανεκτιμάς την αξία της ειρήνης, της ευγένειας, της θυσίας και συνειδητοποιείς την αρρώστια του εθνικισμού. Η ιστορία διδάσκει, μα εμείς όμως την ακούμε;
«Ξέρεις τι γίνεται, Ετιέν», λέει η μαντάμ Μανέκ από την άλλη άκρη της κουζίνας, «όταν ρίχνεις έναν βάτραχο σε μια κατσαρόλα με νερό που βράζει;»
«Είμαι σίγουρος ότι θα μας πείτε».
«Πηδάει έξω. Ξέρεις όμως τι γίνεται όταν βάζεις τον βάτραχο σε μια κατσαρόλα με κρύο νερό και μετά ανεβάζεις τη θερμοκρασία σιγά σιγά μέχρι να βράσει; Ξέρεις τι γίνεται τότε;» Η Μαρί Λορ περιμένει. Οι πατάτες αχνίζουν.
«Ο βάτραχος βράζει» λέει η μαντάμ Μανέκ.» (σ. 351)
Ένα κομμάτι από τον Ιούλιο Βερν: «Η επιστήμη, νεαρέ μου, φτιάχνεται από λάθη, αλλά από λάθη που είναι χρήσιμο να γίνονται επειδή λίγο λίγο οδηγούν στην αλήθεια». Ο Ετιέν γελάει μόνος του: «Θυμάσαι τι είπε η μαντάμ για τον βάτραχο που βράζει;» «Ναι, θείε». «Αναρωτιέμαι ποιος ήταν ο βάτραχος. Η ίδια; Ή οι Γερμανοί;» (σ. 397)
Με φόντο μια Ευρώπη που την καταπίνει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, το «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε» φωτίζει το πώς, παρά τις αντιξοότητες, οι άνθρωποι αξίζει να παλεύουν για το καλό. Οι πρωταγωνιστές δε σταματούν ν' ονειρεύονται τη ζωή τους μετά τον πόλεμο. Όπου θα ταξιδέψουν για να «βρεθούν μαζί μέσα στο τροπικό δάσος, περιτριγυρισμένοι από λουλούδια που δεν έχουν ξαναμυρίσει, ακούγοντας πουλιά που δεν έχουν ξανακούσει» (σ.558). Αγωνίζονται να αντέξουν, ενώ έξω από το σπίτι οι οβίδες πηγαινοέρχονταν σαν αμέτρητα πουλιά. Εύχονται να είχανε εκείνα που εμείς παραβλέπουμε, μέχρι «να έρθει η πλημμυρίδα της κανονικότητας και να καλύψει πάλι τα πάντα» (σ. 603). Επανεκτιμώντας τις απλές στιγμές της ζωής. Τότε τίποτα από τα καθημερινά δεν ήταν δεδομένο. Όταν γίνεται πολυτέλεια μια ήρεμη βόλτα στην πόλη και ένα ήσυχο απόγευμα στο δωμάτιο σου. Η ανοησία του πολέμου δεν έχει τέλος, όπως και η αυτοκαταστροφή του ανθρωπίνου γένους.
Αντονυ Ντορ, Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε, Πατάκης, 2016, σ. 640.