ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Δέστε, εγώ δουλεύω σε αυτό το Ίδρυμα 18 χρόνια κι επτά μήνες. Στο διάστημα αυτό έγιναν μεταβολές κι αναδιοργανώσεις. Άλλαξαν προϊστάμενοι. Εφαρμόστηκαν νέοι ρυθμοί εργασίας, έφεραν καινούργια έπιπλα. Χάλασαν, γκρατσουνίστηκαν, πετάχτηκαν... Προιστάμενοι, ρυθμοί εργασίας, έπιπλα, όλα. Παρουσιάστηκαν, σαν κομήτες, συνάδελφοι που πίστεψαν πως θα καίνε και θα αστράφτουν σ' όλη τους τη ζωή, έτσι που πάσχιζαν ν' αλλάξουν τα πράγματα. Ύστερα από 2-3 χρόνια έσβηναν στους διαδρόμους διατηριόταν για πολύ καιρό η τσίκνα από το κάψιμο τους. Κι ονειρεύονταν να αλλάξουν τον κόσμο, όλοι τους ήθελαν να γίνουν Κολόμβοι, Άινσταϊν ή Γαλιλαίοι... Ξέρετε γιατί έμεινα εγώ; Γιατί εγώ δε θέλω ν' αλλάξω τίποτα. Κι ακόμη για κάτι πολύ απλό που το ξέρουν κι αυτά τα παιδιά: όταν παίζεις πόλεμο ένας είναι ο ηγέτης, ενώ οι άλλοι είναι στρατιώτες της σειράς. Το δυστύχημα είναι ότι κανένας δε θέλει να είναι απλός στρατιώτης. Ε, λοιπόν εγώ αποδέκτηκα. Θέλω να είμαι απλός στρατιώτης, αφήνω τους άλλους να χτυπιούνται μεταξύ τους, για το ποιος θα με διευθύνει. Ώσπου να καταλήξουν, η ζωή προχωρεί... Το παιχνίδι είναι αυτό αδιάκοπο, αλλά πάντα εγώ είμαι ο κερδισμένος. Σας τα λέω όλα αυτά γιατί και εσείς κομήτες είστε. Σας βλέπω σε λίγο να καίγεστε! Άρχισα κιόλας να αισθάνομαι τη μυρωδιά του καψαλίσματος σας...
(...)
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Μην ανησυχείς για μένα, δεν έχω τίποτα. (Χαμογελά πικρά) Χρόνια και χρόνια έρχεσαι εδώ στις 7.30. Ποτίζεις τα λουλούδια, πίνεις καφέ που ψήνεις κρυφά στο καμινέτο της δελτιοθήκης, ύστερα χώνεσαι στα παλιόχαρτα σαν χαρτοπόντικας, κοντά στο μαυρισμένο απ' τις μύγες παράθυρο, σωπαίνεις ή λες : "Ναι, τον καταχώρησα στο φάκελο" ή "Ναι, μου φαίνεται πως θα βρέξει" και "Φοράτε καινούργιες γόβες σήμερα, με γεια" ή "Πως πάει το έλκος σου, πήρες σόδα;" ...Και όταν κάποια μέρα αποφασίσεις να πεις τι σκέφτεσαι, τι λες; Πάλι τα ίδια... "Ναι, μου φαίνεται θα βρέξει", "Διάβασες το περιοδικό - Παράλληλα -, γράφει πως μερικά ψάρια μιλούν..."
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Ντερμεντζίεβα! Ντερμεντζίεβα! Μπροστά στους πολίτες. Σε παρακαλώ!
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Όταν τα ψάρια αρχίζουν να μιλούν, αυτό πάντα είναι ένα ασυνήθιστο γεγονός. Κι αυτό γιατί έχει καθοριστεί για πάντα πως τα ψάρια πρέπει να σωπαίνουν...
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Ώστε έτσι; Ντερμεντζίεβα! Κι εγώ νόμιζα πως δε νοιώθεις καλά...
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Εννοείται πως δε νοιώθω καλά! Αν ήσουν έστω και λίγο έξυπνος, από καιρό θα καταλάβαινες πως όλα αυτά τα χρόνια δεν ένοιωθα καθόλου καλά εδώ...
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Έχω την εντύπωση πως στο μέλλον θα' σαι ακόμη χειρότερα...
ΝΤΕΡΜΕΤΖΙΕΒΑ : Γνωρίζετε το ανέκδοτο; "Αν κάποιος, 60 χρονών, ξυπνήσει κάποιο πρωί χωρίς τίποτα να του πονά, σημαίνει πως πέθανε". Κατά κάποιον τρόπο αυτό αναφέρεται σ' όλους, όχι μόνο στους εξηντάρηδες.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Εγώ προτιμώ να μη μου πονά τίποτα, ούτε στα εξήντα μου χρόνια κι ούτε ως τότε. Κι ακόμα κάτι. Στη θέση σου δε θα διηγόμουν ανέκδοτα και μάλιστα σε ώρα υπηρεσίας, μπροστά σε ξένα πρόσωπα. Δε βρισκόμαστε εδώ για να γελάμε.
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Μα ό,τι λέγατε εσείς ως τώρα δεν ήταν για γέλια;
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Ντερμεντζίεβα, ξεπερνάς κάθε όριο!
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Κάποια μέρα θα' πρεπε να το ξεπεράσω. Ήταν γραφτό αυτή η μέρα να είναι η σημερινή.
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ : Ντερμεντζίεβα, τα σύνορα δεν περνιώνται χωρίς κυρώσεις!
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : (ειρωνικά) Μιλάτε σαν κάποιον που πέρασε έστω και μια φορά κάποιο σύνορο στη ζωή του.
(...)
ΝΤΕΡΜΕΝΤΖΙΕΒΑ : Η μισή μου ζωή πέρασε, έφυγαν τόσα χρόνια, ούτε πια ξέρω πόσα! Το πρωί σε ξυπνά το παιδί του γείτονα, πάλι το χτύπησε, δε ξέρω γιατί, ίσως γιατί το διαμέρισμα είναι πολύ στενό και πλαγιάζουνε ο ένας πάνω στον άλλο. Ύστερα, στριμώχνεσαι στο τραμ, ο θυρωρός σε μαλώνει γιατί άργησες, η τυρόπιτα που τρώς βιαστικά στις σκάλες είναι κρύα και άνοστη. Ξεφυλλίζεις κρυφά το περιοδικό "Παράλληλα", βάζεις νερό στα λουλούδια , αναπνέεις βαθιά κι αρχίζεις... Καταχωρήσεις, πράξεις, φάκελοι... Γράφεις, γράφεις, σωπαίνεις, ύστερα πετούν περιστέρια και σαν να σου' ρχεται να πετάξεις και εσύ κι απλώνεις τα χέρια, τ' απλώνεις... έπειτα τ' αφήνεις να πέσουν και ξαναγυρνάς για να θαφτείς και πάλι στα παλιόχαρτα. Έξω άνοιξη, άνοιξη με τις ζεστές της νύχτες. Δε μπορούσα να κοιμηθώ, περιμένοντας ολοένα να συμβεί κάτι, να έρθει μέσα από τα δάκτυλα, τα χρόνια περνούν... Στο δρόμο συνάδελφοι συγκεντρωμένοι γύρω από το φλιτζάνι του καφέ, τεντώνει το χέρι του για να... Ο συνάδελφος θέλει να πλαγιάσει με σένα, δεν έχει τίποτα για να σε ελκύσει. Δεν είναι ούτε όμορφος, ούτε έξυπνος, ούτε τουλάχιστον ηλίθιος! Δεν είναι ΤΊΠΟΤΑ... Αποτραβηγμένος και φοβιτσιάρης, φορά μαύρες κάλτσες, κι αυτό που μπορεί να σου προσφέρει είναι ένα γεύμα στο εστιατόριο "Gambrinus". Είναι αυτή ζωή; Άραγε έτσι ζουν όλοι; Φαγητό στην καντίνα, πατάτες με κρέας... "Ακούσατε πως η γυναίκα του Ιβάνωφ τα έχει με τον οδοντίατρο", ή "...Τα μάθατε, εκείνοι πάλι φεύγουν εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη, και κλαιγόντουσαν πως τα φέρνουν στενά!" Και πάλι καταχωρήσεις, φάκελοι, χαρτιά... ξαναστρίμωγμα στο τραμ και στο λεωφορείο... Και τα χρόνια περνούν, η ζωή περνά, δεν έγινα ούτε Μαρία Κιουρί, ούτε Σοφία Λώρεν, ούτε τουλάχιστον πλοίαρχος σ'εμπορικό πλοίο. Και στα όνειρα μας ολοένα πετάμε, πετάμε, πετάμε... (Παύση) Και εσείς μου προτείνετε να ξαναγυρίσω. Σας ευχαριστώ, δεν το θέλω πια. Όποιος έχει κέφι ας ορίσει. Ο μισθός είναι καλούτσικος, οι συνάδελφοι με κατανόηση, η δουλειά ήσυχη. Υπάρχουν μνηστήρες; Αν υπάρχουν ας παρουσιαστούν, η θέση είναι ελεύθερη. (Οι τρεις φίλοι σωπαίνουν. Η Ντερμεντζίεβα χαμογελά). Μην ανησυχείτε, συνήθως σωπαίνω, αλλά τώρα έλαχε να μιλήσω. Ωστόσο, μια φορά στα δέκα χρόνια δεν είναι πολύ. Δεν είναι έτσι; Μια φορά στα δέκα χρόνια επιτρέπεται νομίζω!
Το Σακάκι που βελάζει!
(Στανισλαβ Στρατιεβ)
ένα απόσπασμα του θεατρικού κειμένου από το πρόγραμμα του ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟυ
Σπυρου Α. Ευαγγελάτου
Μετάφραση : Βασίλης Σκουβακλής
Πρώτη παράσταση: Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 1981
Τα εξαιρετικά σκίτσα είναι σκαναρισμένα από το πρόγραμμα της παράστασης.