1 Σεπτεμβρίου 2017

το κόκκινο σημειωμάταριο


Μια από τις πιο όμορφες συνήθειες είναι απλά να στέκεσαι και να παρατηρείς τριγύρω τον κόσμο. Το καλοκαίρι στην παραλία να χαζεύεις το πώς παίζουν τα παιδιά και πώς οι μεγαλύτεροι γίνονται για λίγο ξανά παιδιά. Το πώς οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά, το πώς ζεσταίνονται οι καρδιές και οι ψυχές τους.  Στην πόλη να παρατηρείς τους συνεπιβάτες στο μετρό, να κάθεσαι σε μια καφετέρια που σου αρέσει και ήρεμα να παρατηρείς τον κόσμο. Πόσο εύκολο είναι πια αυτό σε μια εποχή που όλοι τρέχουμε ασταμάτητα; Και όσοι έχουν τον χρόνο, πόσο μπορούν να τον αξιοποιήσουν; Κατά πόσο μπορούν να μείνουν σιωπηλοί, χαλαροί και να στοχαστούν;  Πόσο διαφορετικές θα ήταν οι ζωές και οι αντιδράσεις μας, αν δρούσαμε κάπως έτσι; Συνειδητοποιώ ότι κάθε καλοκαίρι ρίχνω τους ρυθμούς μου, με συνέπεια ν' αισθάνομαι τα θέλω, ν' ακούω το βαθύτερο εαυτό μου, να παρατηρώ καλύτερα το περιβάλλον και τους άλλους. Κάθε καλοκαίρι αγαπώ λίγο περισσότερο αυτή τη χώρα. Κάθε καλοκαίρι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη και συνειδητοποιώ το πόσο πολύ τρέχουμε και χάνουμε το τώρα.  

Πρώτη Σεπτεμβρίου. Για πολλούς ο Σεπτέμβριος είναι σαν αρχή του νέου έτους. Τώρα θέτουν νέους στόχους. Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι να αγοράσω στην αρχή κάθε νέας χρονιάς είναι ένα σημειωματάριο moleskine. Όποιος με ξέρει, γνωρίζει την τρέλα μου με τα moleskine. Είναι σαν μια τελετουργία που ακολουθώ πιστά εδώ και χρόνια. Αγοράζω ένα, λίγο πριν την πρωτοχρονιά. Είναι η χαρά μου. Δώρο που κάνω στον εαυτό μου. Έπειτα το έχω πάντα μαζί μου (- παντού μαζί: σε θάλασσα, εξοχή, πόλη, καφέ, μετρό, δουλειά, βόλτα).  Την παραμονή της φετινής πρωτοχρονιάς αγόρασα ένα μαύρο. Μα εφέτος συνέβη κάτι το περίεργο. Στο μέσο σχεδόν της χρονιάς, μετά τον Ιούνιο, ήρθε να με βρει και ένα κόκκινο moleskine. Σε αυτό, λοιπόν, δε θα γράφω καθημερινές σκέψεις και σημειώσεις, αλλά συγκεκριμένες φράσεις, ιδέες και ενότητες για ένα βιβλίο μου. Δε ξέρω αν ποτέ θα κυκλοφορήσει, ή αν θα μείνει στο συρτάρι. Κατά πάσα πιθανότητα το δεύτερο, καθώς έτσι και αλλιώς έχω γράψει δεκάδες κείμενα, από θεατρικά, ποιήματα, διηγήματα, μισοτελειωμένα εγχειρήματα που ποτέ δεν στάλθηκαν πουθενά. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα αν αυτό θα έχει διαφορετική κατάληξη. Αλλά όμως θα είναι η πρώτη φορά που θα έχω ένα ξεχωριστό κόκκινο σημειωματάριο, για αυτό το σκοπό. Μου άρεσε η ιδέα. Το κόκκινο σημειωματάριο λοιπόν, στη μέση της χρονιάς, στο θέρος που τόσο αγαπώ, ήδη έχει γραφές και σκέψεις. Δειλά η αρχή του έχει γίνει. Ένα νέο ταξίδι ξεκίνησε.

Κατά τα λοιπά, καλό μας φθινόπωρο. Θα ακολουθήσουν μοιράσματα από αναγνώσεις, εντυπώσεις από ταξίδια που έκανα το καλοκαίρι. Μείνετε συντονισμένοι. Καλώς βρεθήκαμε.

10 Ιουλίου 2017

θερινή διακοπή



Το ταπεινό αυτό ιστολόγιο, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, κηρύσσει τη θερινή του ραστώνη. Μπορεί εφέτος οι αναρτήσεις να ήταν αισθητά λιγότερες από τις προηγούμενες χρονιές, μα επιβάλλεται και πάλι η ανάγκη για μια διαδικτυακή αποτοξίνωση. Φυσικά η ανάγκη για έκφραση μέσω της γραφής δεν πρόκειται να σταματήσει. Απλά θα εκτονώνεται για τους υπόλοιπους μήνες στα σημειωματάρια μου, τα οποία έτσι και αλλιώς ποτέ δεν παύουν να με συντροφεύουν παντού.

Ο φετινός χειμώνας ήταν αρκετά δύσκολος, μα παράλληλα και διδακτικός. Τα μαθήματα  συνεχίζονται να έρχονται και στη μέση της καρδιάς του καλοκαιριού. Είναι και αυτή η αίσθηση ότι ο καιρός περνάει πια αρκετά γρήγορα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κάθε έναν σας, για τα περάσματα και τις αναγνώσεις. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι πράγματα που αγαπάς, απόψεις, με άλλους που μπορούν να τα συμμερισθούν και έτσι να υπάρχει γόνιμη "κοινωνία" απόψεων. 

Εις το επανιδείν, κατά τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες.

Ως τότε, μαζεύουμε εικόνες, αναγνώσεις, δυνάμεις... Εννοείται θα τα λέμε σποραδικά από τους λογαριασμούς του blog στο facebook, instagram, ενίοτε και από το twitter.  

Να έχετε όλοι ένα ξεκούραστο υπόλοιπο καλοκαιριού. 

16 Ιουνίου 2017

Πατρίσια Χάισμιθ, Καταδίωξη στη Βενετία



«Πέρα μακριά ακούστηκε η μπάσα σειρήνα ενός πλοίου, που παλλόταν στον υγρό αέρα σαν νότα από εκκλησιαστικό όργανο. Ο Κόουλμαν σκέφτηκε τη θάλασσα που τους τριγύριζε, τη βαθιά θάλασσα, που μέσα της ίσως κάποια μέρα θα βυθιζόταν ολόκληρη η πόλη». (σ. 221)


Δε γίνεται να έχεις βρεθεί στην Βενετία, να έχεις τριγυρίσει στα στενά στενάκια της και να μην αφεθείς στο να ξαναταξιδέψεις εκεί - αυτή τη φορά με τη δύναμη της φαντασίας - μέσω της γραφής της Πατρίσια Χάισμιθ. Εικόνες και δρομάκια ζωντανεύουν μπροστά σου, η μεγαλοπρεπής πλατεία του Αγίου Μάρκου, οι γέφυρες, οι γόνδολες, το Φλοριάν. 

Η «Καταδίωξη στη Βενετία» είναι ένα ατμοσφαιρικό νουάρ. Πρωτοεκδόθηκε το 1967, η επανέκδοση του βιβλίου εντάσσεται στην καινούργια σειρά των εκδόσεων «Μίνωας» με τίτλο «Κλασικά Noir», η οποία σκοπεύει να προκαλέσει το ενδιαφέρον εκείνου του κοινού που αναζητά ατμοσφαιρικά αστυνομικά βιβλία. 


«Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου του ο Ρέι ένιωσε ένα αίσθημα ασφάλειας, αν και συνέλαβε τον εαυτό του να ρίχνει κλεφτές ματιές στις γωνίες όταν άναψε το φως, σαν να περίμενε να δει τον Κόουλμαν σε κάποια απ’ αυτές» (σ.13)

«Τι μέρα και αυτή! Θέλω να πιστεύω ότι ο καιρός ήταν καλύτερος στην εποχή της δόξας της Βενετίας, αλλιώς δε μπορώ να καταλάβω πώς η ζωή είχε τέτοια αίγλη εδώ» (σ. 215)

Η Πατρίσια Χάισμιθ εμβαθύνει στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Όταν η νεαρή σύζυγος του Ρέι Γκάρετ αυτοκτονεί, ο κόσμος του καταρρέει. Για πρώτη φορά διαταράσσεται η ξέγνοιαστη ως τότε ζωή του. Εκτός από τον πόνο του, έχει να αντιμετωπίσει και την οργή του πεθερού του, Έντουαρντ Κόουλμαν, που πιστεύει πως ο Ρέι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της κόρης του. Ο Κόουλμαν πυροβολεί τον Ρέι και, θεωρώντας τον νεκρό, φεύγει για τη Βενετία. Ο Ρέι όμως θα τον ακολουθήσει ως εκεί, θέλοντας να αποδείξει την αθωότητά του. Μέσα στα σοκάκια της γραφικής πόλης παραμονεύουν ο ένας τον άλλο, ο Κόουλμαν για να εκδικηθεί και ο Ρέι για να ξαλαφρώσει από το βάρος μιας αόριστης ευθύνης. Το πανέμορφο φόντο της Βενετίας αγκαλιάζει αυτή τη θανάσιμη καταδίωξη όπου οι ρόλοι κυνηγού και κυνηγημένου εναλλάσσονται και η αγωνία κορυφώνεται μέχρι την τελική δικαίωση. 

«Τελείωσε το κρασί του, πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε διακριτικά. Καμία φωνή δεν ακούστηκε πίσω του. Λες και ήταν αόρατος, ή φάντασμα» (σ. 135)

Τα «Κλασικά Noir» του Μίνωα, με αυτά τα πολύ ωραία εξώφυλλα, περιλαμβάνοντας βιβλία των Τζον Μπιούκαν, Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ και Πατρίσια Χάισμιθ, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις για το καλοκαίρι που έχει ήδη ξεκινήσει.  Αξίζει το κοινό να τα αγκαλιάσει. 

30 Μαΐου 2017

Η υπέροχη φίλη μου, Ferrante Elena


"Έλενα Φερράντε"· πρόκειται για την πιο δημοφιλή σύγχρονη Ιταλίδα συγγραφέα. Και όμως κανείς δε ξέρει την πραγματική ταυτότητα, το φύλο, προσωπικές πληροφορίες για τη ζωή της. Με τα βιβλία της να σημειώνουν μεγάλη εμπορική επιτυχία, προκαλώντας πανικό στα social media (αναζητήστε το hashtag #FerranteFever), με μεταφορά της τετραλογίας της στη μικρή οθόνη και όλα αυτά να συμβαδίζουν με μια εξαιρετικά προσεγμένη γραφή. Πριν λίγους μήνες δημοσιεύτηκαν κάποια στοιχεία στον τύπο για τη συγγραφέα-φάντασμα, σχετικά με την "αληθινή" ταυτότητα της, προκαλώντας ενδιαφέρον και ίσως λαβώνοντας το μυστήριο της.


Εντούτοις όλος αυτός ο ντόρος λειτούργησε κάπως αποτρεπτικά σε μένα.  Απέφευγα να διαβάσω κάποιο από τα βιβλία της, μη θέλοντας να ενταχθώ σε αυτό το κύμα θαυμασμού που έβλεπα παντού στους βιβλιόφιλους. Επιπλέον με ξένιζε το εξώφυλλο του συγκεκριμένου βιβλίου, αισθανόμουν ότι ήταν μακρυά από τα γούστα μου. Να όμως που τελικά με νίκησε η περιέργεια... Πρόσφατα διάβασα το πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπολης και είμαι πλέον βέβαιη ότι θα αναζητήσω για να διαβάσω και τα υπόλοιπα. Το πρώτο μισό αυτού του πρώτου βιβλίου με δυσκόλεψε, δε με παρέσυρε εύκολα η ροή του. Μετά τη μέση και καθώς πλησίαζα προς το τέλος, όλο και χανόμουν στην ιστορία. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, με έκανε να θέλω να αναζητήσω τις συνέχειες. 


«Εκείνη τη συναρπαστική στιγμή, λουσμένη στο φως και στον πάταγο, 
υποκρίθηκα πως ήμουν μόνη σε αυτή τη νέα για μένα πόλη, 
νέα εγώ η ίδια έχοντας όλη τη ζωή μπροστά μου, εκτεθειμένη στο κινούμενο μένος των πραγμάτων, μα σίγουρα νικήτρια: εγώ, εγώ και η Λίλα, εμείς οι δυο και αυτή η ικανότητα που είχαμε μαζί – μονάχα μαζί – και μπορούσαμε να αδράξουμε το πλήθος των χρωμάτων, των ήχων, των πραγμάτων και των ανθρώπων και να το αφηγηθούμε, 
να του δώσουμε δύναμη.»

Η "Υπέροχη φίλη µου", λοιπόν, το πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπολης, καταπιάνεται με την φιλία και την ιστορία δυο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας. Μια ιστορία με αφετηρία τον Ιανουάριο του 1944 όπως εκτυλίσσεται σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης.  Η κεντρική αφηγήτρια σε αυτό το μυθιστόρημα ενηλικίωσης είναι η Έλενα Γκρέκο, η οποία ανακαλεί μνήμες της παιδικής της ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης και της πολυαγαπημένης κολλητής φίλης της Λίλας. 


- Τι σημαίνει για σένα «μια πόλη χωρίς αγάπη»;
- Ένας λαός που στερείται την ευτυχία.
- Δώσε μου ένα παράδειγμα.
- Η Ιταλία την εποχή φασισμού, η Γερμανία την εποχή του ναζισμού, όλοι εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα της σημερινής εποχής. (σ.244)

Η συγγραφέας μας μυεί στην περίπλοκη και ιερή γυναικεία φιλία. Παρακολουθούμε όλη την εξέλιξη αυτής της σχέσης, πώς η μία κοπέλα επηρέαζε την άλλη, τις δυσκολίες, τις αντιζηλίες, το διαρκή μεταξύ τους ανταγωνισμό αλλά και τη βαθιά αγάπη. Παράλληλα όμως περπατάμε μαζί με τη συγγραφέα στις φτωχικές γωνιές της Νάπολης, που φαίνεται ότι γνωρίζει η ίδια πολύ καλά. Βιώνουμε τις αγωνίες, τον αγώνα των καθημερινών ανθρώπων. Βιοπαλαιστές, μαραγκοί, μανάβηδες, μηχανικοί, τσαγκάρηδες, θυρωροί· την αγωνία τους για την επιβίωση. 


«Πληβείοι ήμασταν εμείς. Πληβείοι ήταν αυτοί οι καβγάδες για το φαγητό και το κρασί, οι φιλονικίες για το ποιος θα σερβιριστεί πρώτος και καλύτερος, εκείνο το βρομερό πάτωμα πάνω στο οποίο πατούσαν και ξαναπατούσαν οι σερβιτόροι, εκείνες οι όλο και πιο χυδαίες προπόσεις…»


Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ τους συγγραφείς ακριβώς έτσι: απόμακρους. Με φέρνουν σε αμηχανία όσοι δίνουν συνέχεια συνεντεύξεις και υπερπροβάλλουν την προσωπική τους ζωή. Η ψευδωνυμία δεν παίζει κανένα ρόλο, η "Elena Ferrante" το αποδεικνύει αυτό με τη γραφή της. Δε με ενδιαφέρει ποια είναι η "Φεράντε", ούτε πώς είναι. Η γραφή της έχει ειλικρίνεια και αμεσότητα που σε κερδίζει. Έχει να πει πράγματα με έναν ξεχωριστό τρόπο. Και αυτό είναι που έχει σημασία τελικά στην τέχνη της γραφής, όσο και αν τείνουμε να το ξεχνάμε. 

«Πολλά κακά ιπποτικά μυθιστορήματα, Λενού, κάνουν έναν Δον Κιχώτη. Εμείς, όμως, με όλο τον σεβασμό απέναντι στον Δον Κιχώτη, εδώ στη Νάπολη δε χρειάζεται να παλεύουμε ενάντια σε ανεμόμυλους, θα πήγαινε στράφι τόσο θάρρος: μας χρειάζονται άτομα που ξέρουν πώς λειτουργούν οι ανεμόμυλοι για να τους βάλουν σε λειτουργία»

Ferrante Elena, Η υπέροχη φίλη μου, μτφρ. Δ. Δότση, Πατάκης, 2016.
Related Posts with Thumbnails