21 Απριλίου 2013
19 Απριλίου 2013
Οι πρόσφυγες που δακρύζουν
Χτες το απόγευμα είδα τυχαία αυτό το ντοκιμαντέρ. Το 2004 το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα συνάντησε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον σύστησε σε πρόσφυγες και μετανάστες που τότε ζούσαν στη χώρα μας. Εκείνοι βρήκαν στο έργο του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη έναν άνθρωπο που μίλαγε κατευθείαν στη ψυχή τους.
Στο στέκι των μεταναστών στα Εξάρχεια, πρόσφυγες και μετανάστες από την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία παρακολουθούν σκηνές για την προσφυγιά, τη μετανάστευση, την εξορία από τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ύστερα παίρνουν το λόγο, πολλοί με δάκρυα στα μάτια, για να πουν τις εντυπώσεις τους, αλλά και να περιγράψουν την προσωπική τους οδύσσεια. Αργότερα στο στούντιο του μοντάζ, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σχολιάζει όσα είπαν οι μετανάστες για το έργο του και εξηγεί γιατί τον απασχολεί η μοίρα των ξεριζωμένων σε όλες σχεδόν τις ταινίες του. Σταματάει να μιλάει συγκινημένος.
Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε πριν εννέα χρόνια. Βλέποντας το, συγκινήθηκα από τις ιστορίες των μεταναστών. Είναι φοβερές οι ανατροπές που επιφυλάσσει η ζωή στους ανθρώπους. Σήμερα η Ελλάδα βιώνει τη μετανάστευση για ακόμη μια φορά. Ο πόνος της προσφυγιάς και του βίαιου ξεριζωμού, δεν είναι κάτι άγνωστο σε αυτή τη χώρα. Σε τέτοιες περιόδους, οι κοινωνίες φανερώνουν τα καλύτερα, αλλά και τα χειρότερα προσωπεία τους.
Αξίζει να ακούσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως βοηθήσει να δούμε με διαφορετικό μάτι τις ιστορίες τους και τα λάθη μας.
Αξίζει να ακούσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως βοηθήσει να δούμε με διαφορετικό μάτι τις ιστορίες τους και τα λάθη μας.
16 Απριλίου 2013
Τὸ παράπονο, Ὀδυσσέας Ἐλύτης (ἀπόσπασμα)
* Το κείμενο που ακολουθεί δεν ανήκει στον Οδυσσέα Ελύτη, παρά μόνο οι τελευταίοι στίχοι (με το έντονα τονισμένο μαύρο χρώμα). Είναι ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στο protagon.gr, εμπνευσμένο από τους συγκεκριμένους στίχους του ποιητή. Πηγή κειμένου : protagon.gr
Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.
Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.
Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.
Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.
Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
13 Απριλίου 2013
Ίσλα Μπόα, Χρήστος Αστερίου, Εκδόσεις Πόλις
To "Ίσλα Μπόα" (Πόλις, 2012) του Χρήστου Αστερίου ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στην αυγή αυτού του έτους. Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε συνεπαίρνει με τη δράση και τους χαρακτήρες του. Καθώς το διάβαζα, μου άφηνε την αίσθηση ότι δε το είχε γράψει Έλληνας συγγραφέας. Η γραφή του έχει ένα πιο διεθνές χρώμα. Επίσης, η ευφάνταστη υπόθεση γεννούσε συνεχώς εικόνες στο μυαλό μου, ένιωθα σαν να έβλεπα μια ταινία.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Ίσλα Μπόα, ένα ερημικό νησί στη μέση του ωκεανού, ξεκομμένο εντελώς από τον πολιτισμό. Σε αυτό το αχαρτογράφητο νησί, δέκα άγνωστοι και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι δέχονται, λόγω των αδιεξόδων τους, να λάβουν μέρος σε ένα τηλεοπτικό παιχνίδι επιβίωσης στυλ Survivor, με απώτερο στόχο το χρηματικό έπαθλο.
Το μυθιστόρημα είναι μία δραματική περιπέτεια, αλλά παράλληλα και ένα πολιτικό σχόλιο για τη σημερινή κρίση που βιώνουμε. Ξεκινάει με μια συνέντευξη που δίνει ο παραγωγός του ριάλιτι Σάμυ Κόου σε μια νεαρή «δημοσιογράφο», η οποία με τις ερωτήσεις της, παρουσιάζει σταδιακά την υπόθεση.
«- Ποιος ευθύνεται για όλο αυτό, κατά τη γνώμη σας;
- Μα η πολιτική, ποιος άλλος; Απέτυχε παταγωδώς σε όλα. Παρέδωσε τα ηνία σε άλλα χέρια, χωρίς μάχη ουσιαστικά. Και φανταστείτε πως σας μιλάει ένας άνθρωπος της αγοράς, έτσι; Να, πάρτε για παράδειγμα τον πρόεδρο. Είναι φορές που μοιάζει με ανήμπορο ανθρωπάκι.
- Τι να πω, δεν ξέρω… Βεβαίως δεν μπορεί να κάνει πολλά. Αλλά δε θα αρνηθείτε πως επηρεάζει πράγματα.
- Ελάχιστα, αγαπητή μου. Οι πολιτικοί είναι μαριονέτες που χορεύουν στο σκοπό των πραγματικών διευθυντών τους. Ο πρόεδρος είναι ένα πιόνι. Πάντοτε ήταν, εδώ που τα λέμε, μα τώρα το πράγμα έχει παραγίνει… Είναι ένας υπηρέτης συμφερόντων, ας έχουμε την τόλμη να το παραδεχτούμε. Τον αφήνουν, βέβαια, να κάνει κάποιους ελιγμούς πότε πότε, αλλά περισσότερο για τα μάτια του κόσμου. Όλη αυτή η παράσταση δεν ξεγελάει πια κανέναν.
- Προσωπικά θέλω να ελπίζω, ακόμα κι αν κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Υπάρχει, ξέρετε, η ανάγκη για πίστη και είναι μια ανάγκη εξαιρετικά πιεστική.
- Στην ηλικία σας είναι λογικό να ρέπετε προς την αισιοδοξία. Τώρα ξεκινάτε ουσιαστικά και είναι λογικό. Αλλιώς κρίνει κανείς τα πράγματα στα τριάντα, αλλιώς στα σαράντα, αλλιώς στα εβδομήντα.»
Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με μια εξαιρετική σκιαγράφηση των ηρώων, μέσω των οποίων ο συγγραφέας καταφέρνει να περάσει μηνύματα για αρκετά ζητήματα. Εύστοχες αναφορές για την εισβολή του διαδικτύου στη ζωή μας, το οποίο σαν να έχει καταργήσει πλέον κάθε έννοια ιδιωτικότητας («Αν νομίζετε πως ο σημερινός άνθρωπος έχει τον παραμικρό ιδιωτικό χώρο, είστε πολύ αφελής»). Εμβάθυνση στην αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς όταν βρεθεί σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες («όπου το τίποτα γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα», «η πείνα και οι κακουχίες διογκώνουν τα όποια προβλήματα, βγάζουν από τον άνθρωπο τον πιο βαθύ του εαυτό ή τον εξευτελίζουν ως εκεί που δεν παίρνει»).
Αναφορές στην ανεργία και στην περιθωριοποίηση των νέων. «Μιλούσαμε για την οργή και για τη δύναμη που κρύβανε μέσα τους οι νέοι που ξεροστάλιαζαν για μέρες στα φιδίσια χιλιόμετρα της ανεργίας, έξω από τις πόρτες της πρόνοιας για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά και για τη σύγκρουση με την παλιά γενιά, μ’ εκείνους που βυθίστηκαν στο χρήμα και στην καλοπέραση φέρνοντας τον τόπο στην άκρη του γκρεμού. Θέλαμε να πολεμήσουμε και ν’ ανατρέψουμε με μόνο όπλο τη φωνή μας και τη μουσική. «Ελεύθερη ψυχή / τώρα πια ξέρεις τι κάνεις / φωτιά και οργή στα οδοφράγματα / πάνω στον γκρίζο ουρανό / σκάνε χιλιάδες πολύχρωμα βεγγαλικά / με τα πιστόλια του μυαλού μας τώρα». Λέγαμε για τα όνειρα που γίνονταν κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες του φιλελεύθερου τάνκς και των αρμάτων της οικονομίας.»
Αναφορές στην ανεργία και στην περιθωριοποίηση των νέων. «Μιλούσαμε για την οργή και για τη δύναμη που κρύβανε μέσα τους οι νέοι που ξεροστάλιαζαν για μέρες στα φιδίσια χιλιόμετρα της ανεργίας, έξω από τις πόρτες της πρόνοιας για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά και για τη σύγκρουση με την παλιά γενιά, μ’ εκείνους που βυθίστηκαν στο χρήμα και στην καλοπέραση φέρνοντας τον τόπο στην άκρη του γκρεμού. Θέλαμε να πολεμήσουμε και ν’ ανατρέψουμε με μόνο όπλο τη φωνή μας και τη μουσική. «Ελεύθερη ψυχή / τώρα πια ξέρεις τι κάνεις / φωτιά και οργή στα οδοφράγματα / πάνω στον γκρίζο ουρανό / σκάνε χιλιάδες πολύχρωμα βεγγαλικά / με τα πιστόλια του μυαλού μας τώρα». Λέγαμε για τα όνειρα που γίνονταν κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες του φιλελεύθερου τάνκς και των αρμάτων της οικονομίας.»
Όταν η αμερικανική εταιρεία παραγωγής του παιχνιδιού χρεοκοπεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, εγκαταλείπει τους συμμετέχοντες στο νησί, απομονωμένους από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο κάθε ένας αφημένος στην τύχη του, αβοήθητος και απροστάτευτος σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, δίχως ιατρική περίθαλψη και χωρίς τροφή. Όλοι μονάχοι στο παγκόσμιο χωριό, σε έναν κόσμο που τους πρόδωσε προκλητικά και καταρρέει. Αναμφισβήτητα ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που αξίζει να το διαβάσετε και να το χαρίσετε σε φίλους σας!
Χρήστος Αστερίου, Ίσλα Μπόα, Πόλις, 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)