Σε λίγο καιρό τα μόνα ελεύθερα πλάσματα σε αυτή την πόλη
θα είναι αποκλειστικά οι αδέσποτες, αλήτικες γάτες.
Θα ήθελα να ήμουν μια από αυτές. Να αλώνιζα καθημερινά στην Πλάκα.
Να ζούσα σε ένα παλιό νεοκλασικό. Τις μέρες με τη ζέστη ν' άραζα στο μικρό κήπο και μόλις θα δρόσιζε, να καθόμουν στο ανοικτό παράθυρο του υπνοδωματίου και να χάζευα τους περαστικούς. Θα κοίταζα έτσι αφ' υψηλού τους αγνώστους και θα λυπόμουν όσους ανθρώπους θα περνούσαν τόσο αγχωμένοι και πιεσμένοι μέχρι θανάτου. Θα σκεφτόμουν πόσο τυχερή θα ήμουν που θα είχα γεννηθεί γάτα και όχι άνθρωπος. Εγώ θα ζούσα κάθε μέρα με χαρά, ξεγνοιασιά και ακριβώς όπως γουστάρω. Όποτε ήθελα θα έτρωγα, όποτε ήθελα θα κοιμόμουν, όποτε ήθελα θα βόλταρα, όποτε ήθελα θα καθόμουν στην αγκαλιά του αφεντικού για να με χαϊδέψει λίγο, όποτε δε θα είχα διάθεση, απλώς θα απομακρυνόμουν και θα άραζα σε μια γωνιά, όπου κανείς και για κανέναν λόγο δε θα ερχόταν για να με ενοχλήσει. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα σέβονταν την ελευθερία μου. Άλλωστε αυτός θα ήταν ένας από τους λόγους που θα με αγαπούσαν. Γιατί θα τους υπενθύμιζα το δικό τους λάθος τρόπο ζωής, τη δική τους χαμένη ελευθερία.