Το «Περπατώντας στην Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου έφτασε στα χέρια μου μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Καθώς έχω μια ιδιαίτερη επαφή και αγάπη για την Αθήνα -είναι η πόλη μου- ένιωσα ότι το βιβλίο δεν έπρεπε να λείπει από τη βιβλιοθήκη μου. Πρόκειται για μια μικρή, προσεγμένη έκδοση που αποτελεί ουσιαστικά το αποθησαύρισμα κειμένων, "σπαράγματα πρόσφατων μοναχικών περιπλανήσεων", όπως έχουν δημοσιευθεί στην κυριακάτικη στήλη «Πτυχές» της εφημερίδας Καθημερινής.
Καθώς και η ίδια είμαι λάτρης των περιπάτων στην Αθήνα, νιώθω πως όσα διάβασα εκφράζουν μια παρόμοια αγάπη και αγωνία για την πόλη που αλλάζει. Διαβάζοντας τα κείμενα του κυρίου Βατόπουλου, αισθάνθηκα μια απόλυτη ταύτιση. Δεν πρόκειται για κάποια ωραιοποιημένη, μια εξιδανικευμένη εικόνα της πόλης, αντίθετα υπάρχει ο προβληματισμός και για τα φλέγοντα προβλήματα της.
«Είναι περίεργη η αίσθηση να περπατάς σήμερα στη Σταδίου και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να μην υπάρχει τίποτε να σε συνδέει με την αστική παράδοση της πρωτεύουσας. Έχει συμβεί μια σημαντική ρωγμή». (σ. 23) Δε μπορείς παρά να συμφωνήσεις περισσότερο…
Από τις σελίδες του βιβλίου, περνάνε μπροστά από τα μάτια σου ο "Κάουφαν" στην οδό Σταδίου, αθέατες κόγχες στη Ρόμβης, στη Θησέως και στην Περικλέους, το Παγκράτι, οι φωτισμένες είσοδοι της οδού Σκουφά, τα Πατήσια, έως και τα ξεχασμένα στενά της Κυψέλης,
Το βιβλίο διανθίζεται από ωραίες φωτογραφίες. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί την αξία της αρχιτεκτονικής στην καθημερινότητα του και το πώς ένα ιδιαίτερο κτήριο μπορεί να επηρεάσει «ως παρουσία και ως αισθητική αναρίθμητους ανθρώπους». (σ. 48) Φανταζόμαστε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας στην Αθήνα, αν είχε προφυλαχτεί από την κακή αισθητική των οικοδομημάτων της. Αλλά επιπλέον είναι και «ο εσωτερικός θάνατος εκατοντάδων οικοδομών. Είναι η πολυοργανική ανεπάρκεια των κτιρίων, της ίδιας της πόλης» (σ. 55), που «όλη αυτή η ορμή έχει γίνει πλέον σκόνη».
«Αλλά μαζί με τα ατελείωτα τετραγωνικά μέτρα που σαπίζουν σε άδεια κελύφη, ή σε ασυντήρητα αστικά διαμερίσματα που δε θερμαίνονται και που δεν αγαπιούνται πλέον, έχει καταπέσει και η δυνατότητα να διακρίνει κανείς κλίμακες, ποιότητες, κατηγορίες και διαθέσεις. Κινδυνεύει όλος ο πλούτος της αστικής Αθήνας να ενταφιαστεί ως νεκρός χωρίς συγγενείς, καθώς θα γίνεται ανεπιθύμητη, ατελέσφορη και απόμακρη κάθε κίνηση επανάκτησης.
Γι’ αυτό η Σόλωνος, ιδίως τη νύχτα, καθώς φωτίζονται λίγες μόνον είσοδοι, σαν φάροι, είναι μια άλλη Αθήνα που δείχνει λιγότερα από όσα πράγματι είναι. Είναι μια πόλη σε απόσυρση ή σε νεκροφάνεια, που περιμένει να ανάψει τους φανούς της». (σ. 57)
Νίκος Βατόπουλος, Περπατώντας στην Αθήνα, Μεταίχμιο, 2018