Βιρτζίνια Γουλφ, «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν και άλλα κείμενα για την τέχνη της γραφής», εκδ. Μίνωας, μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου.
Είναι γνωστό ότι η Βιρτζίνια Γουλφ έγραψε πολλά δοκίμια και άρθρα για διάφορα θέματα, όπως και κείμενα που αφορούν τη λογοτεχνία και την τέχνη της γραφής. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια συλλογή οκτώ κειμένων με βασική θεματολογία την τέχνη της γραφής, της ανάγνωσης, της κριτικής και την προσέγγιση αυτής της τέχνης από το συγγραφέα.
Κείμενα που ξετυλίγουν το σύμπαν και τους προβληματισμούς αυτής της μοναδικής προσωπικότητας. Η Βιρτζίνια Γουλφ υπήρξε μια ξεχωριστή γυναίκα και η σκέψη της -επαναστατική, αιχμηρή, σύγχρονη- έδωσε μα και εξακολουθεί να δίνει εξαιρετικά ερεθίσματα. Η ίδια στα ημερολόγια και στις επιστολές της διακήρυττε ότι δεν πρέπει τα λογοτεχνικά έργα να συγχέονται με την αρθρογραφία καθότι αποτελούν ένα εντελώς διαφορετικό είδος και ένα διαφορετικό εγχείρημα. Η Αργυρώ Μαντόγλου υπογράφει τον πρόλογο και τη μετάφραση του βιβλίου και μας χαρίζει ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, στολίδι για τη βιβλιοθήκη μας.
Στο «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν», ένα από τα πιο εμβληματικά δοκίμια της που μαζί με το «Σύγχρονο μυθιστόρημα», το «Ένα δικό σου δωμάτιο» και τις «Τρεις γκινέες» θεωρούνται πλέον κλασικά, γράφει για την αντιπάθειά της για τα μυθιστορήματα του Μπένετ, του Γκάλσγουορθι και του Γουέλς σημειώνοντας:
«...τι παράξενα βιβλία που ειναι! Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν πρέπει να τα αποκαλούμε βιβλία, καθώς μας αφήνουν μια τόσο παράξενη αίσθηση, μια αίσθηση ανολοκλήρωτου και ανικανοποίητου. Προκειμένου να ολοκληρωθούν φαίνεται πως είναι απαραίτητο να κάνεις κάτι εσύ - να γίνεις μέλος σε κάποιον σύλλογο ή, ακόμα χειρότερα, να συμπληρώσεις μια επιταγή. Αφού το κάνεις αυτό, παύει η νευρικότητα, το βιβλίο τελειώνει και μπορεί να μπει σε ένα ράφι χωρίς να χρειαστεί να ξαναδιαβαστεί.»
Ακόμη ένα απόσπασμα από κείμενο της:
«Τώρα που τα βιβλία πηγαίνουν
στην κριτική όπως πάνε τα ζώα στο σφαγείο, τώρα που ο κριτικός έχει μόνο ένα
λεπτό στη διάθεσή του για να οπλίσει, να στοχεύσει και να πυροβολήσει, πρέπει
να συγχωρείται αν ξεγελαστεί και περάσει τα κουνέλια για τίγρεις και τους αετούς
για σπουργίτια ή αν αστοχήσει εντελώς και χάσει τη βολή του πάνω σε κάποια
φιλήσυχη αγελάδα που βόσκει στο γρασίδι. Αν πέρα από τους ανεύθυνους
πυροβολισμούς του τύπου ο συγγραφέας αισθανόταν πως υπήρχε και κάποιου άλλου είδους
κριτική, η γνώμη των ανθρώπων που διαβάζουν από αγάπη για την ανάγνωση, αργά
και ερασιτεχνικά, και που κρίνουν αφενός μεν με μεγάλη συμπάθεια, αφετέρου δε
με μεγάλη αυστηρότητα, αυτό δε θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα των
γραπτών του; Και αν θέλαμε πάση θυσία να έχουμε δυνατότερα βιβλία, πλουσιότερα
και σε μεγαλύτερη ποικιλία, δε θα ήταν αυτός ένας στόχος που θα άξιζε να
πετύχουμε με όσα μέσα διαθέτουμε; Ποιος,
όμως, από τους αναγνώστες διαβάζει για να φτάσει σε έναν τόσο επιθυμητό στόχο;
(…) Δεν υπάρχουν κάποιες απολαύσεις που είναι μόνιμες; Δεν είναι το διάβασμα
μια από αυτές; Ονειρεύομαι μερικές φορές πως τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της
Κρίσης και όλοι οι σπουδαίοι καταχτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφθάσουν
για να παραλάβουν τα έπαθλά τους -τα στέμματα τους, τις δάφνες τους, τα ονόματά
τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο-, τότε ο Παντοδύναμος θα
στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να
καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στο χέρι: «Ιδού κάποιοι που δεν έχουν ανάγκη
κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε
το διάβασμα.»
Αναζητήστε το!
Βιρτζίνια Γουλφ «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν και άλλα κείμενα για την τέχνη της γραφής», εκδ. Μίνωας, μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου.