12 Μαρτίου 2018

Γιάννης Γορανίτης, 24, Εκδόσεις Πατάκη



24 διηγήματα που μιλάνε για την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου και την αδυναμία του να προσαρμοστεί στις αλλαγές της σύγχρονης εποχής, με μια ματιά τρυφερή και συμπονετική. Το κυριότερο όμως δοσμένη με χιούμορ. Καθώς διάβαζα το βιβλίο, πολλές φορές ένιωσα σαν ο συγγραφέας να έκλεινε το μάτι στον αναγνώστη, σαν να του χαμογελούσε. Γιατί, αν και το βιβλίο μιλά για το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου, ακόμη και αν γίνεται αρκετά αιχμηρό, επικριτικό και σκληρό, εντούτοις όμως δεν είναι μελαγχολικό.  Η απελπισία λοιπόν δοσμένη με σαρκασμό και χιούμορ.

Ο τίτλος "24" είναι εμπνευσμένος από τις 24 στάσεις του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου της Αθήνας, όπου άλλωστε διαδραματίζονται, εξελίσσονται ή απλώς ξεκινάνε αυτά τα 24 διηγήματα. Μια σπονδυλωτή συλλογή, όπου κάποιες ιστορίες συνεχίζονται σε άλλη στάση, ή εξελίσσονται παράλληλα με άλλες καθώς κάποιοι ήρωες επανεμφανίζονται, μπαινοβγαίνουν στις ιστορίες, καθώς το τρένο διασχίζει την πόλη. Παράλληλα παρεμβάλλονται διάλογοι ανώνυμων συνεπιβατών και παρακλήσεις ζητιάνων που διακόπτουν τη ροή της αφήγησης. 

(Δ): Από ανθρώπους. Ένας μόνο μπορεί να μας σώσει.
(Ε): Ποιος, ρε Μάνθο; Μ’ έσκασες.
(Δ): Ο ξανθός.
(Ε): Ποιος ξανθός; Ο Ιωαννίδης;
(Δ): Ποιος Ιωαννίδης; Ο χουντικός;
(Ζ): Επί χούντας, καλέ, μια χαρά περνάγαμε.
Πείναγε κανείς;
(Ε): Ποιος χουντικός, ρε Μάνθο; Ο Ιωαννίδης, ο προπονητής. Ξανθό δεν τον λέγαμε;
(Ζ): Επί χούντας, καλέ, δεν έβλεπες άστεγο.
(Δ): Ποιος προπονητής, ρε; Ο ξανθός, ο Πούτιν.
Ο Πούτιν θα μας σώσει.


«Από δίπλα του πέρασε ένας άντρας. Απ’ το κορδόνι γύρω από το λαιμό του κρεμόταν ένα χαρτόνι: «ΕΧΩ 7 ΠΑΙΔΙΑ με ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΡΘΥΜΙΑ. Μας ΕΧΕΙ ΔΕΙΞΕΙ Ο ΑΝΤΕΝΑ». Από κάτω πιασμένη με συρραπτικό μια φωτογραφία με τα παιδιά να ποζάρουν γελαστά έξω από μια φρεσκοβαμμένη εκκλησία.» (σ.184)

Η αδιαφορία του πλήθους, οι γρήγοροι ρυθμοί και η αποξένωση της πόλης. Μια Αθήνα που γίνεται ολοένα και πιο απρόσωπη, με ανθρώπους που λιώνουν από μοναξιά, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα μέσα μαζικής μεταφοράς. 

«Ο Μάνος γέλασε αυθόρμητα. Κανείς άλλος δε χαμογελούσε. Στο μυαλό του γύρισε μια φράση από ένα μυθιστόρημα: οι επιβάτες του τρένου αγοράζουν μαζί με το εισιτήριο και το θλιμμένο ύφος τους, έλεγε – δεν θυμάμαι το συγγραφέα, η μνήμη του πια καχεκτική. Έτσι κι εδώ. Όλοι θλιμμένοι». (σ. 87)

Έντονη ειρωνεία ακόμη και για τον εκδοτικό χώρο, με εμβόλιμες απόψεις του συγγραφέα (σ. 138-139): «Άσε ο Αγουρίδης. Μου έφερε μια συλλογή διηγημάτων για ανθρώπους που συζητάνε στο λεωφορείο για την κρίση. «Αν ήθελε ο αναγνώστης να μάθει για την κρίση, δεν θα διάβαζε το βιβλίο σου» του είπα. «Θα έπαιρνε το λεωφορείο και θα τ’ άκουγε από πρώτο χέρι. Και θα του ερχόταν και φθηνότερα». Ο Μελιδώνης γελά ξανά, η Έλλη τον κοιτά ανέκφραστη.» 

Διάβασα το βιβλίο στις διαδρομές μου στην πόλη. Αν ξεχώριζα κάποια στάση – δηλαδή διήγημα - αυτό θα ήταν το «Ηράκλειο» με ήρωες την Έλλη και τον Παναγιώτη.  Ή τη «Νέα Ιωνία», ή την «Ομόνοια», ή τα «Πευκάκια».  Η Έλλη, η αγαπημένη μου ηρωίδα του βιβλίου – μάλλον και του συγγραφέα – καθώς επανέρχεται ξανά σε κάποιες αφηγήσεις.

Το "24" είναι το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Γορανίτη. Ένα βιβλίο γεμάτο έμπνευση, απολαυστική ανάγνωση που αξίζει να τη χαρίσετε στον εαυτό σας. 

4 Μαρτίου 2018

Η ανάγνωση ως πάθος...



Όσα βιβλία και αν έχεις διαβάσει, θα είναι πάντα λίγα σε σχέση με όλα όσα αξίζουν την προσοχή και την ανάγνωση σου. Μια ολόκληρη ζωή δεν φτάνει για να απολαύσεις τις λέξεις. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και περισσότερες ζωές δεν θα αρκούσαν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα ταξίδια. Στα μάτια μου τα βιβλία είναι ταξίδια, και τα ταξίδια είναι σαν τις σελίδες ενός βιβλίου που γράφεις νοερά εσύ ο ίδιος. Παράλληλα ο χρόνος τρέχει, η ζωή φεύγει και ατέρμονα κυλά.

Υπάρχει η ανάγνωση ως μανία, ως επαγγελματική διεκπεραίωση, ως υποχρέωση, ακόμη και ως αγγαρεία. Υπάρχει όμως και η ανάγνωση ως πάθος, ως ξεκούραση, ως κομμάτι της ζωής σου. Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουν πάθος με την ανάγνωση βιβλίων. Ειδικά στην Ελλάδα, ελάχιστοι. Όπως ακριβώς το blogging δεν είναι αγώνας δρόμου, έτσι αξίζει να συμβαίνει και με την ανάγνωση.  Από τη στιγμή που ένα πάθος γίνεται μανία, από τη στιγμή που χάνεται η αυθεντική ματιά, θολώνει το ένστικτο και το κριτήριο, απαξιώνεται σταδιακά και η ενασχόληση σου.

Κάποιοι ξεχωρίζουν την ανάγνωση από τη ζωή τους. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που η ανάγνωση γίνεται αυτοσκοπός της ύπαρξης τους.  Ναι όσο και να μη το πιστεύεις, υπάρχει  αυτή η μικρή μειοψηφία. Είναι λίγοι στο βουητό του πλήθους. Σε μια χώρα που ελάχιστοι διαβάζουν, υπάρχει μια μειοψηφία που ζει για να διαβάζει. Ποιοι είναι; Ένας μικρός πυρήνας βιβλιομανών. Αυτοί οι ελάχιστοι στηρίζουν και την ανάγνωση, τους νέους συγγραφείς, εκείνους που (σχεδόν) κανένας δε θα επιλέξει για να διαβάσει. Οι πιο γνωστοί Έλληνες συγγραφείς είναι παντελώς άγνωστοι στους Έλληνες.




Πάντως να πούμε και μια αλήθεια. Είναι κρίμα να επιλέγεις τις λέξεις, η ανάγνωση πρέπει να σε ωθεί στη ζωή.  Να μην κερδίζει εις βάρος της, μονομερώς τις εξωτερικές εντυπώσεις. Αυτός θαρρώ αξίζει να είναι ο σκοπός της. Η ανάγνωση να είναι μέρος της ζωής. Το ιδανικό στο μυαλό μου είναι το να σε ωθεί προς μια δίψα για περιπέτεια και διαφυγή. Να διαβάζεις για να γνωρίζεις κάτι καινούργιο, ή να συναισθανθείς μια κατάσταση που δεν έχεις βιώσει  ο ίδιος, ή να παρηγορηθείς για κάτι που και εσύ έζησες, να πάρεις δύναμη για παρακάτω.  Να σε εμπνεύσει για κάτι που αξίζει να αναζητηθεί εκεί έξω. Αλλιώς δυστυχώς καταντά αρρώστια, τολμώ να πω απόλυτη κενότητα. Όπως και η γνώση δίχως την πράξη σταδιακά χάνει την αξία της, έτσι και η ανάγνωση, δίχως τη βίωση, χάνει μέρους του θησαυρού της.

Από τη μια ναι, ο αγαπημένος Πεσσόα είχε δίκιο: η ύπαρξη της λογοτεχνίας φανερώνει ότι η ζωή δεν είναι αρκετή. Μα από την άλλη όμως μας δείχνει συμπεριφορές, χαρακτήρες, τόπους και τρόπους. Θα ήθελα πολύ να γραφτούν βιβλία με όμορφες φωτεινές ιστορίες, θετικές, που να ανοίγουν ίσως δρόμους, που να μας προσέφεραν ξέφωτα, τα οποία θα μας ωθούσαν ξανά με δίψα προς τη ζωή. Να διαβάζεις ένα βιβλίο και να το συνδυάζεις με έναν τόπο που θα ήθελες να περπατήσεις, να περιηγηθείς. Έναν συγγραφέα, με τις γραπτές αποτυπώσεις του, τα χώματα που περπάτησε και που έζησε. Η ανάγνωση θα πρέπει να αποτελεί μια παρότρυνση για ζωή.


* Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Shakespeare and Company bookstore, όπως τις έχει αναρτήσει αυτή η blogger

26 Φεβρουαρίου 2018

"Λυσσασμένη Γάτα", του Τενεσί Ουίλιαμς στο Θέατρο Θησείον




Απόλαυσα τη "Λυσσασμένη γάτα" στο Θέατρο Θησείον, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Ν. Χανιωτάκη. Πρόκειται για ένα σημαντικό και πολυεπίπεδο έργο του Tennesse Williams, το οποίο μέσα από μια αριστοτεχνική πλοκή τραβάει τη μάσκα από τα προσωπεία των χαρακτήρων του και κατά επέκταση των θεατών της παράστασης. 

Έργο τρυφερό αλλά και σκληρό, ρομαντικό αλλά και ρεαλιστικό, ρίχνει φως στα αιώνια ζητήματα του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητας και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας, της αγάπης και της σύμβασης, της επιβίωσης και του συμφέροντος. Ο Ουίλιαμς σκιαγραφεί απολαυστικά τις σχέσεις των ζευγαριών, τα κρυφά "θέλω" πίσω από τη φαινομενική, πλασματική ευτυχία τους. Τι είναι τελικά αυτό που κρατά δυο ανθρώπους μαζί; Ποιος ο σκοπός του γάμου;



Μεταφερόμαστε στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του 1950. Σε μια πλούσια αγροικία, όπου η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται με αφορμή τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ενός πλούσιου παραγωγού βαμβακιού. Όταν γίνεται γνωστό ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος και πεθαίνει, ακολουθεί μια σειρά αποκαλύψεων με αφορμή την διεκδίκηση της πατρικής περιουσίας που φανερώνει προβληματικές σχέσεις, μυστικά και ανομολόγητα πάθη.



Η Μάγκιπου την υποδύεται συγκλονιστικά η ταλαντούχα Μαρία Κίτσου, προσπαθεί να σώσει το γάμο της και να ζωντανέψει την αγάπη του συζύγου της. Ως μια «Λυσσασμένη γάτα», ως μια απελπισμένη και προδομένη γυναίκα, εφευρίσκει τρόπους για να τον φέρει πίσω στο συζυγικό κρεβάτι και να μείνει έγκυος. Η παράσταση απογειώνεται με την ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου, της αξίζουν συγχαρητήρια. 


Ο μικρός γιος, Μπρικ, είναι ανεπάγγελτος, δεν έχει κάνει ακόμη παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του και είναι κολλημένος συναισθηματικά με τον κολλητό του, νιώθοντας τύψεις ότι εκείνος αυτοκτόνησε εξαιτίας του. Με υπόνοιες για την καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία, η οποία τον σπρώχνει στο αλκοόλ, καθώς πιστεύει ότι μόνο έτσι θα νιώσει πλέον το πολυπόθητο "κλικ" και τον αποξενώνει τελείως από τη σύζυγο του. Ο Ορέστης Τζιόβας ερμηνεύει εξαιρετικά τον αφημένο Μπρικ.




Ως Big Daddy, ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι συγκινητικός. Καταφέρνει να μας γεμίσει με την αγωνία και την απογοήτευση του πατέρα για τη "συνέχεια" μετά από εκείνον. Με μια μοναδική τρυφερότητα και αγάπη για τα παιδιά του, κυρίως όμως προς τον Μπρικ που έχει παραστρατίσει. Λίγο πριν το τέλος της δικής του ζωής, τον βλέπουμε να του υπενθυμίζει πόσο χαραμίζει τα νιάτα του και τι δυστυχία τον περιμένει αν δεν αλλάξει ρότα.



"Είσαι ένα παιδί 35 χρονών που σύντομα θα γίνει ένα παιδί 50 χρονών, το οποίο θα ακούει ζητωκραυγές εκεί που δε θα υπάρχουν", ψιθυρίζει στο μικρό του γιο, προσπαθώντας να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.  Η Μάγκι. Ο Μπρικ. Ο Big Daddy. Ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, για να συνθέσουν ένα διαφορετικό οικογενειακό και ερωτικό τρίγωνο, εκείνο της «Λυσσασμένης γάτας». 


Ο μεγάλος γιος, ο συμφεροντολόγος Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και διεκδικεί με μανία το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Ο Γεράσιμος Σκαφίδας υποδύεται τον γιο "πρότυπο" με τις νομικές σπουδές, που όμως δεν κερδίζει την αδυναμία του Big Daddy. Η Μπέτυ Αποστόλου, ως η αφοσιωμένη σύζυγος, καταδεικνύει το συμβιβασμό πίσω από αυτή την "οικογενειακή ευτυχία". Τίποτα δεν είναι ιδανικό όπως φαίνεται. Η Ελένη Κρίτα, αντιπροσωπευτική ως η Big Mama που αγωνιά για την αποκαθήλωση της "αγίας οικογένειας". Με λέξεις που πληγώνουν ή καλύτερα σκοτώνουν, ο Ουίλιαμς μάς παρουσιάζει τα αληθινά κίνητρα των ηρώων πίσω από τις πράξεις.


Πρόκειται για μια παράσταση με ωραίες ερμηνείες, γρήγορες εναλλαγές, πλούσια ηθογραφικά στοιχεία και δουλεμένες περιγραφές χαρακτήρων. Ένα έργο που φέρνει τους θεατές αντιμέτωπους με διαχρονικές καταστάσεις που τους αφορούν άμεσα. Το κλείσιμο της παράστασης με το τρυφερό αγκάλιασμα των δυο πρωταγωνιστών αφήνει την αίσθηση πως η συντροφικότητα τελικά νικάει και πως ένας έρωτας γίνεται να διασωθεί αν είμαστε οι εαυτοί μας και αποδεχτούμε αληθινά τον άλλο. 



Η παράσταση πήρε παράταση και ανεβαίνει για λίγες ακόμη μέρες, προλαβαίνετε να τη δείτε ως και την 1 Απριλίου!  



Συντελεστές
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Δραματολογική συνεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Έλλη Λιδωρικιώτη
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Σιτώτης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Εύα Οικονόμου - Βαμβακά
Βοηθός Σκηνογράφου: Σοφία Κατάκη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα
Βοηθός παραγωγής: Έμμα Μαυρέλη
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ


Παίζουν:
Μπιγκ Ντάντι: Νικήτας Τσακίρογλου
Μάγκι: Μαρία Κίτσου
Μπρικ: Ορέστης Τζιόβας
Μπιγκ Μάμα: Ελένη Κρίτα
Γκούπερ: Γεράσιμος Σκαφίδας
Μέη: Μπέτυ Αποστόλου
Γιατρός Μπόου: Δημήτρης Ραφαέλος
Αιδεσιμότατος Τούκερ - παιδί: Δημήτρης Σταματελόπουλος (τρομπέτα)*
Υπηρέτρια Σάλυ - παιδί: Μαρία Νίκα (βιολί)

Παραστάσεις:
Τέταρτη: 19:00
Παρασκευή 19:00
Σάββατο 19:00
Κυριακή 19:00

Διάρκεια: 110 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

20 Φεβρουαρίου 2018

Αγγέλα, του Γιώργου Σεβαστίκογλου, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου



Ο Τεχνοχώρος Cartel εγκαινιάζει τη Νέα Σκηνή του, «Μηνάς Χατζησάββας» με την «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου,  σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου.

Δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για το συγκεκριμένο έργο, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της νεοελληνικής δραματουργίας. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου έγραψε το έργο στη Μόσχα, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας, λίγα χρόνια μετά τον ελληνικό εμφύλιο, κι ενώ είχε ήδη αρχίσει η περίοδος του ψυχρού πολέμου. Ανέβηκε τον επόμενο χρόνο στο θέατρο Βαχτάνγκοφ. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο θέατρο Τέχνης το 1964. Έκτοτε μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι ανέβηκε σε πολλά θέατρα της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. 


Έφυγα από το θέατρο γεμάτη σκέψεις και συνειδητοποιήσεις του κύκλου που κάνουν οι εποχές. Πριν από λίγα χρόνια, αυτό το κείμενο θα έμοιαζε ίσως μακρινό, δύσκολα θα εντόπιζες ομοιότητες με το σήμερα. Μα τώρα παρατηρώντας τους χαρακτήρες και την πάλη τους, εντοπίζεις εύκολα την οπισθοδρόμηση μας. Και τότε σε πιάνει ένας κόμπος στο στομάχι. Τότε αντιλαμβάνεσαι τη μάχη που πρέπει να δοθεί συλλογικά, όχι μόνο ατομικά, ενώ χάνουμε δεδομένα και κεκτημένα δεκαετιών. Κάνουμε σαν να αγνοούμε ότι ο καθένας μόνος του είναι αδύναμος και θα χάσει. Μόνο πολλοί μαζί ενωμένοι μπορούν να φανούν δυνατοί και να διεκδικήσουν αλλαγές. 

Καθώς λοιπόν προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις σε λογική σειρά, αρχικά αισθάνθηκα θλίψη, έπειτα αδυναμία και τέλος ενοχή. Το έργο γράφτηκε σε μια πολύ δύσκολη εποχή εκείνη της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ο Σεβαστίκογλου στέκεται με σεβασμό απέναντι στη γυναικεία φύση, στην υποτίμηση της και στον αγώνα της. Στις ελπίδες και στη διάψευση τους.  Το έργο αποτελεί μια υπενθύμιση για εμάς σήμερα πως αν σε κάτι σημειώθηκε πρόοδο σε αυτά τα 60 χρόνια είναι σίγουρα στη θέση της γυναίκας. Μα όμως κάνουμε όλο βήματα πίσω. Θα πρέπει να αγωνιστούμε για όσα με αίμα κατακτήθηκαν και δυστυχώς χάνονται. 



Η Αγγέλα του έργου είναι ένα φτωχό και ορφανό χωριατοκόριτσο που έρχεται στην Αθήνα. Δουλειές δεν υπάρχουν και όποιος θέλει να εργαστεί πρέπει να αναζητήσει την τύχη του είτε στην πρωτεύουσα ή στο εξωτερικό. Πιάνει δουλειά ως υπηρέτρια, παίρνοντας τη θέση της προηγούμενης κοπέλας που αυτοκτόνησε, όταν πήδησε στο κενό από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου εργαζόταν, αρνούμενη έτσι να δεχτεί την εκμετάλλευση της.

Η Αγγέλα βιώνει και η ίδια την καταπίεση από το αφεντικό της. Ψάχνει να εντοπίσει τις πραγματικές αιτίες της μυστηριώδους αυτοκτονίας, μα ενώ όλοι γνωρίζουν κανείς δεν μιλάει. Όλοι φοβούνται. Όσο εξελίσσεται η ιστορία, όλοι σταδιακά μετρούν απώλειες.  Η αντίσταση και το «όχι» της προηγούμενης υπηρέτριας γίνεται η βάση για να αντιληφθεί η Αγγέλα το δίκιο και τη θέση της γυναίκας. Ερωτεύεται, αισθάνεται σαν να βρήκε το καταφύγιο της, μα βιώνει τη διάψευση.  





Όπως αναφέρει και στο σημείωμα του ο σκηνοθέτης της παράστασης Κώστας Παπακωνσταντίνου: «Κινητήρια δύναμη όλων των ρόλων είναι η κοινωνική συνθήκη. Οι ηθοποιοί καλούνται ως οκτώ νέοι άνθρωποι όπως και οι ρόλοι, να συνδιαλεχθούν με θέματα τη Γυναίκα, τον Έρωτα, την Ανεργία, τη Φτώχεια, τη Μετανάστευση, το Δίκιο.»

Διαφορετικά φόντα, από μια άλλη εποχή, μα όμως δυστυχώς με ίδια και σήμερα κατάληξη. Ματαίωση του ονείρου που αγωνίζεσαι για να κρατηθεί ζωντανό και στο σκοτώνουν κάθε μέρα. Δε μιλάμε, δεν απαιτούμε, δε διεκδικούμε. Αισθάνεσαι ότι οι ηθοποιοί απευθύνονται σε σένα, εσύ είσαι η Αγγέλα, εσύ σήμερα μπορεί να βιώνεις την καταπίεση, την ανεργία, την εκμετάλλευση. Εσύ που θέλεις να φωνάξεις, μα όμως σιωπάς. Εσύ που αισθάνεσαι και σήμερα μόνος και εγκαταλελειμμένος. Η φράση προς το τέλος της παράστασης «Ήσυχα, Αγγέλα, ήσυχα», φέρνει έντονα στο μυαλό το ποίημα του Αζίζ Ζεσίν "Σώπα μη μιλάς!"

Όλοι οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί και μπόρεσαν να μας μεταδώσουν την ένταση, την ειρωνεία, τις δυσκολίες των χαρακτήρων. Ίσως ακολουθώντας τη "μέθοδο Σεβαστίκογλου", να δόθηκε έμφαση στα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών, στις κινήσεις τους, με μια ελευθερία πάνω στη σκηνή και με ένα πολύ λιτό σκηνικό. Άλλη μια αξιόλογη παράσταση από τον Κώστα Παπακωνσταντίνου, και ας μην καταπιάνεται αυτή τη φορά με λογοτεχνία και τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπως μας έχει συνηθίσει.

Η παράσταση ανεβαίνει κάθε Παρασκευή (9 μ.μ.), Σάββατο και Κυριακή (7 μ.μ.) στον Τεχνοχώρο Cartel, Β’ Σκηνή “Μηνάς Χατζησάββας”, Μικέλη 4 και Αγ. Άννης στον Βοτανικό, στη στάση του μετρό Ελαιώνας.

Για εισιτήρια πατάς εδώ.  


Συντελεστές Παράστασης
Έργο:  Γιώργος Σεβαστίκογλου
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Σουρρή
Σκηνικά/Κοστούμια : Αλεξία Θεοδωράκη
Κίνηση : Αγγέλα Πατσέλη
Μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Εκτέλεση παραγωγής:  Φαίη Τζήμα
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Ερμηνεύουν: Ναζίκ Αϊδινιάν, Άρτεμις Γρύμπλα, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νεφέλη Μαϊστράλη, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Πέτρος Σκαρμέας, Θάνος Χρόνης

Διάρκεια παράστασης:  100’

Πρόγραμμα παραστάσεων:
Παρασκευή   21.00
Σάββατο        19.00
Κυριακή         19.00

Τιμές εισιτηρίων : 12 ευρώ γενική είσοδος, 8 ευρώ μειωμένο, 5 ευρώ για ανέργους και ΑμεΑ

Τόπος:  Τεχνοχώρος Cartel
(Μικέλη 4 & Αγ. Άννης Βοτανικός -Στάση μετρό Ελαιώνας - τηλ. 693 989 8258) 
Κρατήσεις: 14:00 - 21:00.
Facebook page: https://www.facebook.com/CartelTexnoxoros
Website: http://www.carteltexnoxoros.com

* Η παράσταση «Αγγέλα»  επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Related Posts with Thumbnails