Έλληνες
σημερινοί και αλλοτινοί
«Γρήγοροι στα λόγια – τα λόγια έχουν
φτερά – ευμετάβλητοι, κινητικοί, οι Έλληνες στην αρχή μας φέρνουν σε αμηχανία. Θα
θέλαμε να τους θυμίσουμε τη σοβαρότητα της ζωής, πόσο μάλλον που οι συνθήκες
δεν είναι και τόσο ευνοϊκές για αυτούς. Εδώ και αιώνες, κινούνται και
ανασαίνουν με ξενοιασιά, μέσα σε ένα τραγικό κλίμα. Η λογική μας θα περίμενε
από αυτούς ένα ύφος ανάλογο με τις περιστάσεις, ένα ύφος αγωνίας και τρόμου. Αυτοί
όμως τρέχουν, φλυαρούν και καμαρώνουν στον ήλιο, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τούτη
η πέτρα του σκανδάλου είναι ωστόσο η βάση ολόκληρου του οικοδομήματος. Η ελληνική
τρέλα είναι φρόνηση. Οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν το χορό τους ως το χείλος της
αβύσσου – όπως οι Σουλιώτισσες που χόρευαν μπροστά στους Τούρκους πριν πηδήσουν
στο κενό. Ζώντας σαν βιρτουόζοι, οι Έλληνες, ίσως από προκατάληψη, δεν χάνουν
την ευκαιρία να δρέψουν τη στιγμή. Θέλουν με κάθε τρόπο να ξορκίσουν τα δεινά τους.
Ελαφρότητα και αυτό; Αχ, Έλληνες, επιφανειακοί λόγω βάθους, έλεγε ο Νίτσε. Οι Έλληνες ζουν τη στιγμή με μια
νωχέλεια καθαρά ανατολίτικη, έχουν όμως διαφυλάξει την ανυπομονησία του
Οδυσσέα. Συνεχώς διχασμένοι ανάμεσα στην ανεμελιά τους και τη βιασύνη, λίγα
πράγματα αφήνουν να ωριμάσουν, επειδή δεν ξέρουν να περιμένουν – όπως εκείνοι
οι χωρικοί που πουλούν στην Αθήνα άγουρα φρούτα, γιατί βιάζονται να πάρουν
χρήματα και γιατί φοβούνται μην τους τα κλέψουν. Ένα δεκαπεντάχρονο Ελληνόπουλο
είναι σαν τον Χαρμίδη στο γυμναστήριο, ένα παλλόμενο πλήθος από ερωτήσεις, ένα
θάμπος. Πέντε χρόνια αργότερα έχει στεγνώσει τελείως κάνοντας περιουσία με το
εμπόριο ξηρών καρπών. Οι επιτακτικές ανάγκες της καθημερινής ζωής σπρώχνουν τους
Έλληνες προς τις επιχειρήσεις. Ωστόσο πόσα χαρίσματα, αλλά κυρίως τι σπατάλη!
Ελλείψει σοβαρών σχολείων, αφιλοκερδών πνευματικών ηγετών, ο καθένας
αναπτύσσεται στην τύχη και, ασχολούμενος αποκλειστικά με τον εαυτό του, δεν
αφήνει κανένα περιθώριο στον σεβασμό της παράδοσης. Είναι αλήθεια ότι το
ελληνικό κράτος συμπλήρωσε μόλις έναν αιώνα ζωής και ότι οι δημαγωγοί, ο ένας ύστερα
από τον άλλο, το τραβούσαν μια από εδώ και μια από εκεί. Άστατοι, ανυπόμονοι,
οι Έλληνες τρελαίνονται για αλλαγή. Το έχουν στο αίμα τους. Καθώς έχουν μάθει
εκ γενετής να μη σέβονται τίποτα, δεν μπορούν να ανεχθούν ούτε αρχηγούς ούτε
νόμους. Το πάθος τους για ελευθερία αγγίζει τα όρια της εξέγερσης. Οι ξένες
ταξιδιώτες που έρχονται από καιρό σε καιρό να θαυμάσουν το ελληνικό φαινόμενο
αρνούνται να δουν την κατάσταση και δηλώνουν ότι δεν αναγνωρίζουν πια την
ευρυθμία των Αρχαίων. Εκεί που περίμεναν το θαύμα, βρίσκουν την αταξία. Δεν αρνούνται
την ελληνική ζωντάνια, τη θεωρούν όμως παράλογη, σπασμωδική. Πολύς θόρυβος,
λένε, μάταιες προσπάθειες. Η επιπολαιότητα για την οποία κατηγορούνται οι
Έλληνες επανέρχεται στο προσκήνιο. Τι παρακμή! Άλλοτε μια χούφτα Έλληνες
επέβαλαν τους κανόνες τους στον κόσμο και οι μέθοδοι που διέδωσαν αποδείχτηκαν
τόσο καίριες, τόσο σωστές, ώστε η Δύση δεν είχε πια λόγο να τις αμφισβητήσει. Ο
σημερινός Αθηναίος πάντως έχει την αξίωση να συζητάει για τα πάντα. Δεν φτάνει
που παίρνουν στο ψιλό τα σοβαρά πράγματα, οι Έλληνες παθιάζονται και για τα ασήμαντα
ζητήματα. Θλιβεροί και αγνώριστοι απόγονοι!
Μη
βιάζεστε, κύριοι. Οι Αρχαίοι σας παραπλανούν – ή μάλλον οι προκαθορισμένες
ιδέες σας. Τα ελληνικά, στα σχολεία μας, πάρα πολλές φορές θυσιάστηκαν για χάρη
των λατινικών, και η πρόσβαση στην Αθήνα περνούσε μέσα από τη Ρώμη. Οι τετράγωνες
κεφαλές μας φαντάζονται τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη με τη μεγάλη στολή του
σοφολογιότατου. Έτσι, η ζωντανή, η αληθινή Ελλάδα μας ενοχλεί. Με το να θέλεις
ξαφνικά στην Ελλάδα να αγγίξεις την αρχαιότητα, την τρέπεις σε φυγή. Πρέπει να
ξέρεις να περιμένεις. Στο μεταξύ, οι φωνές των αχθοφόρων δεν έχουν αλλάξει, όπως
δεν άλλαξε και το φαγητό στα μαγέρικα. Η αιώνια Μεσόγειος τριζοβολάει,
πυρπολημένη από τον ήλιο. Ένας χορός από ζαλισμένα τζιτζίκια συνοδεύει ρυθμικά
τη λάβρα του. Τα πάντα είναι φλόγα και ήχος, ψίθυρος του ουρανού. Μέσα στο
κρυστάλλινο φως πάλλεται ο υδράργυρος. Όλα δονούνται, όλα μιλούν. Μια υπαινικτική
ευγλωττία σπινθηροβολεί στον αέρα και φτάνει ως τον περαστικό. Γεννιέται ο
διάλογος. Τα πάντα βγαίνουν στην επιφάνεια. Η σκέψη αποσαφηνίζεται, λάμπει. Και
τι να πει κανείς για τις απέριττες, ευγενικές, καθάριες γραμμές της Αττικής; Αυτή
η γκρίζα πέτρα, ζυμωμένη με φωτιά, κυλάει σαν νερό, εκθαμβωτική, κι ωστόσο ο
κύριος όγκος της φαντάζει ξεκάθαρα στον αέρα. Τα πάντα εδώ είναι σύνθεση. Η τύχη
δεν έχει θέση. Ένα σταθερό χέρι, οδηγημένο από το πνεύμα, πλανιέται ακόμα στα
σμιλεμένα βουνα της Αττικής. Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι ο Υμηττός είναι ο
πατέρας του Παρθενώνα. Είναι πέρα για αληθινό ασφαλώς, αφού ο ταξιδιώτης που
θέλει να ανατρέξει στις πηγές, στρέφεται πιο εύκολα προς το βουνό παρά το ναό. Ο
Υμηττός είναι το νταμάρι απ’ όπου όλα μπορούν να γεννηθούν. Μπροστά του το
πνεύμα δονείται από την επιθυμία να δημιουργήσει, να συλλάβει ολοζώντανη την
ουσία αυτών των γραμμών και να τη μεταφέρει σε έναν στίχο, σε μια φράση. Το έδαφος
της Ελλάδας πρώτα πρώτα μας εξαγνίζει, ύστερα μας καλεί να οικοδομήσουμε έργο. Αυτό
το έδαφος τέλος μας μαθαίνει να είμαστε άνθρωποι – και αυτό, περισσότερο από τα
μάρμαρα, μας οδηγεί προς την αρχαιότητα.»
Ρομπέρ
Λεβέκ (1909-1975) Καθηγητής Γαλλικών, συγγραφέας, μεταφραστής. Το
1938 διορίστηκε καθηγητής στην Αναργύρειο Σχολή των Σπετσών. Έμεινε στην Ελλάδα
ως το 1948. Μετέφρασε Σικελιανό, Ελύτη, Σεφέρη κ.α.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ζαν Ζενε, Ζαν Κοκτώ, Αλμπερ Καμυ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ και άλλων, Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα, Κείμενα Γάλλων ταξιδευτών, Επιμέλεια Παν.Μουλλάς – Βάσω Μέντζου, Ολκος