To «Κρέας από σταφύλι» (Πόλις, 2010) της Σταυρούλας Σκαλίδη ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στην αυγή του νέου έτους. Oι ήρωες του λογοτεχνικού κόσμου της Σκαλίδη, πίσω από τα σκληρά προσωπεία τους, κρύβουν προσεκτικά την ευαισθησία, την ανασφάλεια και τη δίψα τους για αγάπη. Επιζητώντας λανθασμένα την αποδοχή, προκαλώντας πόνο στους εαυτούς τους και στους άλλους, πάντα όμως «με πρόσχημα την αγάπη».
Η συγγραφέας παίζει εύστροφα με τις λέξεις. Γραφή σχολαστική, ματιά συμπονετική, αλλά ταυτόχρονα και ειρωνική, με σαρκαστικό και θυμωμένο ύφος. Οι χαρακτήρες επιβιώνουν σ' έναν κόσμο με βία και ωμότητα, όπως σε προϊδεάζει και ο υπότιτλος του βιβλίου ("μια ιστορία ωμοφαγίας"). Βία που πηγάζει από τον ασφυκτικό οικογενειακό περίγυρο, τη μοναξιά και τη σκληρή κοινωνική περιθωριοποίηση.
«Το καλοκαίρι την έβγαζε έξω και σε παγκάκια, δεν είχε πρόβλημα, αλλά το χειμώνα το κρύο δεν περνιότανε, όσες εφημερίδες κι αν γέμιζαν το σώμα τους. Η καλύτερη μόνωση. Ας χρησίμευαν κάπου και οι φυλλάδες, αφού ο κόσμος όλο και λιγότερο τις διαβάζει. Πάντα αυτές είναι το μονωτικό υλικό. Ανάμεσα στην εξουσία και σ’ αυτούς που την υφίστανται. Όταν κόβεται το αόρατο καλώδιο μεταξύ τους, ανθίζουνε φούντες οι χούντες. Και πάλι από την αρχή. Μέχρι να ξαναγίνει το καλώδιο. Γείωση για τη δημοκρατία».
«Μέσα σε τριάντα χρόνια η
Ελλάδα πέρασε από τα διάσελα στα άσυλα. Τι ψάχνεις; Είκοσι χρόνια τόσα και
εμείς στους δρόμους. Φύγαμε από τους τόπους μας. Βασανιστήκαμε στα μουγκά.
Φαλιρίσαμε. Κι είμαστε τώρα βάρος. Της κυρίας Ελλάδας. ‘Άααλα! Άνοιξε κι άλλη
μπουκάλα!’ (Πιάνει ένα κουτάκι μπίρα ο Νικηφόρος από την τσέπη του και τ’
ανοίγει.) Καταλαβαίνεις; Μείναμε μπουκάλα. Α, κοίτα ποιοι φέρνουν τ’ αμάξια
τους εδώ κι αράζουνε. Χρυσά τα πλερώνουνε. Οι τίποτα. Τους βλέπεις; Γούνες,
δερμάτινα, ασημικά απάνου τους με το κιλό. Έξω κούκλα και μέσα πανούκλα. Κοίτα
με τι σιχασιά μας κοιτάνε. Άμα μπορούσαν θα μας αφανίζανε. Θα μας πατάγανε με
το τζιπ, μην τους χαλάμε το ντεκόρ. Τη μόστρα. Ζούμε, ρε, κι εμείς. Ζούμε τα
φτωχαδάκια. Οι μπατίρηδες. Ζούμε. Εκείνοι έχουνε τη ρόδα, εμείς έχουμε τα ρόδα.
Στην ψυχή, ρε παιδάκι μου. Άκου με που σου λέω. Πρίγκιπες είμαστε. Από μόνοι
μας. Άκου με. Άκου με, ρε φίλε», τράβαγε τραγουδιστά τις κουβέντες του ο
Νικηφόρος κι έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα. Μια στάλα πράμα και
σείχτηκε ο τόπος. Γαλήνεψε το μέρος. Σωπάσανε οι δρόμοι. Γέμισε ο κόσμος.
Καημό. Της φυσαρμόνικας. Ένα υποσχετικό βαλσάκι, παραπαπαπάμ πα παμ πα παμ, πήρε το μούχρωμα και το ‘κανε νύχτα.
Βράδυ κρύο και βαρύ. Τα μαζέψανε σιγά σιγά και φύγανε για κανά κατάλυμα.
Σέρνανε τις σακούλες και τα χαρτόκουτά τους. Tο βιος τους. Tο αβίωτο. Που με
βία μετράει. Τους ανθρώπους. Κάτω από το όριο της επιβίωσης. Τη γη.»
Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί και το πρώτο βιβλίο της Σκαλίδη «Προδοσία και εγκατάλειψη» (2008), το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό «Διαβάζω». Το «Κρέας από σταφύλι» (2010) είναι το δεύτερο βιβλίο της. Μέχρι λοιπόν να κυκλοφορήσει επόμενο βιβλίο, εσείς μπορείτε να αναζητήσετε τα δυο προηγούμενα, το αξίζουν.
Το blog της : scalidi.wordpress.com .
Σταυρούλα Σκαλίδη, Κρέας από σταφύλι, Πόλις