Μεταφερόμαστε στο μέλλον - το όχι πολύ μακρινό. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης έχουν αλλάξει καθοριστικά τις ζωές των ανθρώπων. Η έρημη Αθήνα, μοιάζει σαν μια πόλη φάντασμα, με τα περισσότερα κρατικά κτίρια και τις «περήφανες τράπεζες» να έχουνε ήδη επισήμως «κατεβάσει ρολά». Η ανεργία και η εγκληματικότητα έχουν εκτοξευτεί σε δυσθεώρατα ύψη, ενώ ακόμη τα συσσίτια δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τη γενικευμένη πείνα.
Η πολιτική συγκυρία ρευστή. «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχανε διεξαχθεί εφτά εκλογικές αναμετρήσεις. Αν και τα ποσοστά των κομμάτων άλλαζαν κάθε φορά, μ’ έναν μαγικό τρόπο στην εξουσία κατόρθωναν να βρίσκονται τα ίδια άτομα ή μάλλον η ίδια πάστας (φλώρα) ατόμων.» (σ.115)
Μια κατάσταση που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μέσα σε αυτή τη δίνη, οι τρεις συγκάτοικοι, ο Ταρζάν, η Φρόσω και ο Παρασκευάς, έχουν τη φαεινή ιδέα να αποδεκτούν την πρόταση μιας εταιρείας παραγωγής του εξωτερικού και να γυρίσουν μια ταινία πορνό με παράλληλη προβολή στοιχείων της κρίσης. Μια τραγελαφική ιστορία ξεκινά...
Η αουτσάιντερ υποψηφιότητα του ντροπαλού τριαντάρη (και εντελώς διαφορετικού από το σύνηθες προφίλ κάθε επίδοξου πολιτικού) Κρανιωτάκη, κάνει τη μεγάλη έκπληξη στις εκλογές, διαψεύδοντας κάθε αρνητικό προγνωστικό και κατορθώνοντας μια απροσδόκητη νίκη.
«Ο Κρανιωτάκης από τις πενήντα θέσεις πρώην υπουργών και υφυπουργών που μέχρι τότε έκοβαν βολτίτσες με τα θωρακισμένα τζάμια, αυτός διατήρησε μόνο οκτώ. Υπουργός Ανάπτυξης διορίστηκε κάποιος κουτσός σουβλατζής απ’ τη Θεσσαλονίκη. Υπουργός Οικονομικών ένας λογιστής που μέχρι τότε δούλευε σ’ ένα γραφείο στο Παρίσι και γύρισε στην Ελλάδα για να αναλάβει την καινούργια του θέση. Υπουργός Δικαιοσύνης κάποιος πρώην εισαγγελέας. Ήταν ένας από τους πολλούς που είχαν πετάξει έξω απ’ το Σώμα, όταν κατήγγειλε ένα ακόμα δαιδαλώδες παραδικαστικό κύκλωμα. Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού ένας δάσκαλος δημοτικού σχολείου από το Μεσολόγγι. Υπουργός Δημόσιας Τάξης ο άγνωστος τραγουδιστής του εξίσου άγνωστου ραπ συγκροτήματος «Οι Πίπες». Υπουργός Περιβάλλοντος ένας ακτιβιστής της Greenpeace. Υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ίδιος ο Κρανιωτάκης. Τα υπόλοιπα υπουργεία καταργήθηκαν τελείως και οι αρμοδιότητες τους ανατέθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών. Αυτό το πήρε στις πλάτες του κάποιος τριαντάχρονος νεαρός που είχε διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες, αλλά τελευταία δούλευε γκαρσόνι σε μια ταβέρνα στην Πλάκα.» (σ. 160-161)
Kοιτάζοντας μια κατάσταση από απόσταση, όσο απελπιστική και αν είναι, μπορείς να βρεις στοιχεία ώστε να την αποδομήσεις. Ο Ακαμάτης το καταφέρνει αυτό καλά. Περιγράφει την οικονομική κρίση και τις περιπέτειες των "ηρώων" του με έναν ειρωνικό και χλευαστικό τρόπο, που σε προτρέπει στο να προβληματιστείς, αλλά δε σε αφήνει να μελαγχολήσεις.
«Έχει ευρέως διατυπωθεί η άποψη πως η οργή και η απελπισία είναι κακοί σύμβουλοι. Υπάρχει όμως ο αντίλογος, που υποστηρίζει πως τέτοιοι είδους θεωρίες αναπτύσσονται συνήθως από γραβατωμένα παλικάρια κατά τη διάρκεια συνεδρίων, και μάλιστα λίγο πριν καταπιούν καπνιστούς σολομούς και βρέξουν τα ταλαιπωρημένα λαρύγγια τους με δροσερή σαμπάνια. Η οργή και η απελπισία ίσως να αποτελούν τους πολυτιμότερους καταλύτες της ανθρώπινης ιστορίας. Η οργή και η απελπισία ίσως να τρέφουν τα ζιζάνια που φυτρώνουν κάτω από τους καναπέδες της νωθρότητας και ενίοτε ευτυχώς μπαίνουν στο παχουλό κώλο των αποκοιμισμένων κυρίων τους. Η οργή και η απελπισία ίσως και να είναι τα απαραίτητα συστατικά κάθε πραγματικής αλλαγής. Η οργή και η απελπισία ίσως να κρύβουν μέσα τους τη σπίθα, χωρίς την οποία θα είχαμε μείνει στους πάγους, με πλαστικά τηλεκοντρόλ στα χέρια και στους φρουρούς έξω απ’ την πόρτα μας. Τέλος πάντων, ας αποφασίσουν και γι’ αυτό οι ιστορικοί του μέλλοντος (και κυρίως να μην κάνουν καμιά μαλακία με την υστεροφημία μου).» (σ. 65-68)
«Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της ευτυχίας του πλήθους, Παρασκευά. Η προσχώρηση στην αγέλη, η απουσία της σκέψης, η απώλεια της ατομικής συνείδησης, το γλίστρημα μέσα στη μάζα και στους αλαλαγμούς της.» (σ. 234)
Και όμως ο συγγραφέας εκφράζει κάποιες προτάσεις με έναν αρκετά αντιληπτό τρόπο, που όσο και αν φαντάζουν ουτοπικές, θα ήταν ρηξικέλευθα δίκαιες. Η εξιστόρηση γίνεται με μια αφοπλιστικά σκωπτική διάθεση, συχνά αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής. Οι αρκετές σεξουαλικές αναφορές μάλλον εξυπηρετούν τούτο το σκοπό του. Ο Ακαμάτης αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της κρίσης ως μια παρωδία, δηλαδή ότι ακριβώς είναι. Όποιος όμως σταθεί μονάχα στην παρωδία και δεν μπορέσει να εντοπίσει τη ματιά του συγγραφέα πάνω στα πράγματα, νομίζω ότι θα χάσει ένα σημαντικό του κομμάτι. Σε κάποια σημεία το ύφος του, μου θύμισε «στιγμές» του Λένου Χρηστίδη, πράγμα που σημαίνει πως θα περιμένω να διαβάσω το επόμενο βιβλίο του.
Παρασκευάς Ακαμάτης, Ζωνιανά Gold, Ωκεανίδα, 2013, σ.253.