Το οξυδερκές μυθιστόρημα του Pedro Mairal "Η χρονιά της ερήμου" αποτελεί μια
πολιτική αλληγορία, η οποία γράφτηκε με αφορμή την τρομακτική κρίση της
Αργεντινής. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τις ανατροπές που συνέβησαν στη χώρα
του, καταντώντας την έναν άγονο και ανέλπιδο τόπο. Ηταν το αποτέλεσμα της
οικονομικής πολιτικής, υπό τις εντολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η
οποία οδήγησε στην εξαφάνιση της μεσαίας τάξης και στην ραγδαία πτώχευση του
60% του πληθυσμού. Ένα χάος απλώθηκε παντού. Οι τράπεζες πάγωσαν τις
καταθέσεις, ο λαός εξεγέρθηκε και ύστερα από μερικές νύχτες γεμάτες από
οδομαχίες, πυρπολήσεις κτιρίων και λεηλασίες, ο πρόεδρος της χώρας παραιτήθηκε,
αφού πρώτα προσπάθησε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο, χωρίς αποτέλεσμα. Κάθε
ομοιότητα με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, μόνο
συμπτωματική δεν είναι...
Πρόκειται για ένα αλληγορικό πολιτικό μυθιστόρημα, γεμάτο με ποικίλλους συμβολισμούς. Ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η
επιλογή του πίνακα "Κόλαση" του Ιερώνυμου Μπος ως εξωφύλλου
του βιβλίου. Η ηρωίδα του
βιβλίου, η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, ψάχνει τη διέξοδο μέσα στο χάος αυτής της
βιβλικής καταστροφής. Περιπλανιέται στους έρημους δρόμους της πόλης, που άλλοτε
έσφυζαν από ζωή, χαρά και δημιουργία. Οι άνθρωποι πια μένουν φοβισμένοι στα
σπίτια τους. «Τα κτίρια έμοιαζαν άδεια, αλλά εγώ ήξερα ότι υπήρχαν εκεί
μέσα όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, σαν μυρμήγκια στη φωλιά τους.» (σελ. 126)
Η ίδια από τη μια μέρα στην
άλλη, βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται. Μια τρομερή οπισθοδρόμηση κυριαρχεί παντού. Το ηλεκτρικό ρεύμα κόβεται, οι υπολογιστές αντικαθιστώνται από
γραφομηχανές, οι εκπομπές στην τηλεόραση προβάλλονται με διακοπές. Η πλειοψηφία
του κόσμου επηρεάζεται από την προπαγάνδα και τις ψευδείς μεταδόσεις της
τηλεόρασης.
Ο συγγραφέας σαρκάζει την ανικανότητα των ανθρώπων να κρίνουν σωστά τα γεγονότα. Οι πολίτες πίστευαν με τυφλή εμπιστοσύνη, δίχως καμία πρόθεση αμφισβήτησης, όσα άκουγαν στην τηλεόραση και στο κυριακάτικο κήρυγμα της Εκκλησίας. Ο ιερέας στα κηρύγματα του «είχε πάντα ένα καλό λόγο για τον κυβερνήτη Χουάν Μαρτίν Σελέστες και επαινούσε τα νέα μέτρα. Ήταν πολύ χαρούμενος που είχε απαγορευτεί η διάδοση της θεωρίας του Δαρβίνου». (σελ. 251) Υπερασπιζόταν πάντα τις κυβερνητικές αποφάσεις : «Χάρη στον Κυβερνήτη μας κερδίζουμε τώρα τη μακρόχρονη μάχη υπέρ του Θεού και ενάντια στον αιρετικό καπιταλισμό.» (σελ. 252) «Η εξαφάνιση των πόλεων μας δεν είναι παρά μια έκφανση της χάρης του Θεού, που μας δείχνει τον αληθινό δρόμο, ξεριζώνοντας τον καρκίνο της διαφθοράς απ’ τις αμαρτωλές πόλεις. Ο Θεός μας αγαπάει, μας ευλογεί και μας έχει στείλει τον Χουάν Μαρτίν Σελέστες ως όργανο της Σωτηρίας Του.» (σελ. 257)
Η Κοσμοχαλασιά ερημώνει όλες τις πόλεις,
διαλύοντας κάθε ίχνος πολιτισμού. Διαδηλώσεις, σπασμένες βιτρίνες, δρόμοι
γεμάτοι θύματα. Η Μαρία χάνει τη δουλειά της ως
γραμματέας, περιπλανιέται αβοήθητη στους δρόμους, γίνεται νοσοκόμα, πόρνη, αγρότισσα, ο άνθρωπος για όλες τις
δουλειές.
«Ήταν δύσκολο να βρω δουλειά. Κάθε μέρα γίνονταν απολύσεις και περικοπές. Οι άντρες τα βράδια παραπονιούνταν γιατί οι εργοδότες τους είχαν διευρύνει το ωράριο από τις οχτώ ώρες στις έντεκα και ήθελαν να καταργήσουν και την αργία της Κυριακής. Έγιναν απεργίες με τεράστια συμμετοχή απ’ τους κλάδους των μεταλλουργών και των ναυτεργατών. Ένα πρωί ακούσαμε το κροτάλισμα της μηχανής, ήταν σαν ήχος από πιστόλι πιεσμένου αέρα. Κάποιος μπήκε τρέχοντας στο «Ελ Πανάλ», να μας πει ότι έριχναν με τα πολυβόλα στους απεργούς. Η καταστολή κράτησε κάποιες μέρες. Στο νεκροταφείο πυροβολούσαν τους εργάτες που έθαβαν τους νεκρούς. Νεκροί έπεφταν πάνω σε νεκρούς. Εγώ αυτό δε το είδα με τα μάτια μου, αλλά είδα στην οδό Σαν Τέλμο τα τσίγκινα φέρετρα, που είχαν φτιαχτεί βιαστικά από ξεκολλημένες ταμπέλες. Είδα πώς τα στοίβαζαν, καλύπτοντας όλο το μήκος του πεζοδρομίου. Ήταν λες και διάφορες εταιρίες – χορηγοί είχαν κάνει προσφορά τα φέρετρα. Πάνω τους διάβαζες μάρκες γλυκών, τσιγάρων, λαδιού. Είδα ένα πολυβόλο με τρίποδο στημένο στη μέση του πλακόστρωτου, είδα ομάδες αστυνομικών και πυροσβέστες στις γωνίες.» (σελ. 155)
Φόβος και απελπισία κυριεύει τις ζωές των ανθρώπων. Ένας πνευματικός και υλικός Μεσαίωνας απλώνεται στην
καθημερινότητα, στην ποιότητα της ζωής και στις προσωπικές σχέσεις. «Ονειρευόμουν ότι χάζευα τα ράφια
ενός σούπερ μάρκετ διαλέγοντας φρέσκα φρούτα, λαχανικά, και ότι αγόραζα
σαμπουάν, σερβιέτες, βαμβάκι, καλλυντικές κρέμες.» (σελ. 81)
H Μαρία τρέπεται σε φυγή και καταλήγει στις φυλές της
προκολομβιανής περιόδου. Αναζητεί τον αγαπημένο της Αλεχάντρο και νοσταλγεί τις
βόλτες τους με τη μηχανή σε όλο το Μπουένος Άιρες. Τότε που ο καιρός ήταν
ευνοϊκός και το μέλλον φαινόταν γεμάτο προσδοκίες. Ο Αλεχάντρο όμως παραμένει άφαντος
και ο παράδεισος του Μπουένος Άιρες μοιάζει να έχει οριστικά χαθεί.
Σε αυτό το δυσοίωνο μυθιστόρημα, ο Pedro Mairal καταγράφει
συναισθήματα οικεία, επίκαιρα και γνώριμα στους Έλληνες. Δεν επιτρέπει να
αισθανθείς όμως ούτε μια ακτίνα φωτός, ούτε ίχνος ελπίδας. Ο λανθασμένος
τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης, σε γεμίζει λύπη για την άλλοτε περήφανη χώρα
που ξαφνικά γέμισε με τα σημάδια μιας εφιαλτικής, φρικτής παρακμής. Το
2001 οι κάτοικοι της Αργεντινής δεν είχανε την ενημέρωση που διαθέτουμε εμείς.
Το διαδίκτυο, η διάδοση της γνώσης, τα σχετικά βιβλία που έκτοτε
εκδόθηκαν, τα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν... Σίγουρα αυτό είναι ένα βιβλίο που σε παρακινεί για να ψαχτείς περισσότερο. Οι πηγές είναι
διαθέσιμες σε όλους. Γι' αυτό δεν έχουμε καμιά δικαιολογία αδράνειας,
πόσο μάλλον απάθειας.
Οι συμβολισμοί, η υπερβολή, η μυθοπλασία και
παράλληλα η αναφορά πραγματικών γεγονότων εκείνης της σκοτεινής περιόδου που
διαδραματίστηκαν στη χώρα του συγγραφέα, δοσμένα όλα με μια εξαιρετική γραφή, σε
καθηλώνουν. Ένα καλογραμμένο, ενδιαφέρον βιβλίο, που αφηγείται με παράδοξο
χιούμορ και πηγαία ανθρωπιά την κατάντια της ίδιας της ανθρωπότητας, όπως
αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου…
Pedro Mairal, Η χρονιά της ερήμου, μτφ. Βασιλική Κνήτου, Πόλις, 2010.