ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ
Το μολύβι σταματάει στο ‘’άλφα’’.
Η στιγμή του ψιλόβροχου,
μ΄ένα φόβο αδιόρατο.
‘’Αυτά που έκανα ήξερα τι ήταν....
δεν θέλω να τα θυμάμαι’’
Οι λέξεις γίνονται συμπαγείς,
μένουν ακίνητες.
Εσύ μονάχα-
χορεύεις με τ΄αστέρια
Καθρεπτίζεις στα θολά σου μάτια
Τη νίκη του φόβου,
Όσων μονάχα έχουν φοβηθεί πολύ.
Περιμένεις χαμογελώντας,
ν΄ανοίξουν τα φτερά που κρύβονται
Να πετάξεις.
ΑΓΑΠΟΥΣΕ
Αγαπούσε, σπάνια μεν,
αλλά αγαπούσε.
ποιός νοιάζεται για τη διάρκεια ;
Την είδαν στο κήπο
μιλούσε χωρίς να κινεί τα χείλη
του εξηγούσε τα μπερδέματά της
του έδινε κάποιες απ’ τις αγωνίες της
γινόταν πολύ μικρούλα.
Περίμενε να τη πιάσει εκείνη
η γλυκειά κούραση
αυτή του λεωφορείου στο σχόλασμα
να τα δικαιολογεί, όλα
να τα εξηγεί, όλα.
Που πήγαν οι θυμωμένοι;
Πόσο υπομονή ακόμη έχουν οι ανυπόμονοι;
Κρατιέται από κάποια μεσημέρια.
Έχει ανάγκη να θαρρεί
πως βρίσκεται στη μέση.
Μισούσε βουβά
περίμενε να το πει
κάποιος άλλος
με λόγια με αιτίες, με σχόλια.
Τον άκουγε και χαμογελούσε.
Χωρίς να κινεί τα χείλη.