Τα ρεμπέτικα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας και της πολιτιστικής μας παράδοσης. Η καταγωγή του όρου του ρεμπέτικου, ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα (1453-1821) και υποδηλώνει τον περιθωριακό, τον εκτός νόμου, όποιον τίθεται εκτός από τα καθιερωμένα πρότυπα και την πολιτική μιας κοινωνίας. Οι μουσικές ρίζες του τοποθετούνται στη βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού λαού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.
Στο «Μέγα Λεξικό» του Δ. Δημητράκου, η λέξη «ρεμπέτης» μάς παραπέμπει: «ο φυγόπονος και διεφθαρμένος, ο τεμπέλης, ο αχαΐρευτος, ρεμπέτα». Ο Μάρκος Βαμβακάρης ταυτίζει τη ρεμπέτικη ζωή με τη «μποέμικη».
Βασικοί παράγοντες της γέννησης του ρεμπέτικου είναι η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, τα τραγούδια της ταβέρνας και της Ανατολής, οι βυζαντινοί ψαλμοί, τα στιχάκια των λαϊκών ημερολογίων, οι αμανέδες, η άνοδος και η πτώση της αστικής τάξεως, οι βαλκανικοί σκοποί, ο πόλεμος του 1897 και ο όλεθρος του 1922.
Βασικοί παράγοντες της γέννησης του ρεμπέτικου είναι η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, τα τραγούδια της ταβέρνας και της Ανατολής, οι βυζαντινοί ψαλμοί, τα στιχάκια των λαϊκών ημερολογίων, οι αμανέδες, η άνοδος και η πτώση της αστικής τάξεως, οι βαλκανικοί σκοποί, ο πόλεμος του 1897 και ο όλεθρος του 1922.
Πριν το 1922, οι ρεμπέτες ήταν εσωτερικοί μετανάστες, που αγωνίζονταν να βιοποριστούν στις άθλιες συνθήκες των λιμανιών και των αστικών κέντρων, ζώντας στη συχνή εναλλαγή στην εργασία και στην ανεργία, στη νομιμότητα και στην παρανομία.
Έως το 1922, το ρεμπέτικο είναι περιορισμένης εμβέλειας, ανώνυμο και ταυτίζεται με τις παραβατικές ομάδες. Ο ιδεολογικός κόσμος είναι ο κόσμος της παρανομίας. Οι ομάδες αυτές ζούνε με τους δικούς τους κανόνες, εκδηλώνοντας μια ενσυνείδητη απόρριψη στην επικρατούσα ιδεολογία και διατυπώνοντας την ηθική του μάγκα.
Ενδεικτικοί οι παρακάτω στίχοι, δίσκου του 1920 από τον «Μανώλη χασικλή» του Δραγάτση: «Αν είσαι φίνος μάγκας / πούν’ τα μπεγλέρια σου; / αν είσαι και σερέτης / πούν’ τα μαχαίρια σου; / Εγώ’ μαι φίνος μάγκας και φίνος χασικλής / κι όταν θα τη φουμάρω να ξομολογηθείς».
Το ρεμπέτικο έγινε η έκφραση ζωής σαν μια ατέλειωτη προσπάθεια για επιβίωση, για μια συνέχεια της ύπαρξής τους.
Το ρεμπέτικο έγινε η έκφραση ζωής σαν μια ατέλειωτη προσπάθεια για επιβίωση, για μια συνέχεια της ύπαρξής τους.
Τραγούδια έλεγαν οι κουτσαβάκηδες της εποχής του Δημητρίου Μπαϊραχτάρη (αστυνομικού διευθυντή Αθηνών στην περίοδο 1893-1897) , αλλά δεν έχουν διασωθεί. Οι κουτσαβάκηδες του Ψυρρή έδρασαν στην περίοδο 1862-1897. Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν αϊβαλιώτες εγκατεστημένοι στην Σύρο. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, αρκετοί αϊβαλιώτες και συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στο Ψυρρή.
Το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη προσφυγιά ενάμιση εκατομμυρίου ανθρώπων, τα αστικά λαϊκά τραγούδια, οι μουσικοί, τα λαϊκά τους όργανα μεταφέρονται από τη Μικρά Ασία, τη Σμύρνη και τη Κωνσταντινούπολη στην κυρίως Ελλάδα.
Με την Καταστροφή αυτά τα στοιχεία μεταφυτεύονται σε ένα χώρο με δική του μουσική παράδοση και ιστορία. Τα αστικά και λαϊκά είδη μουσικής από τις δύο πλευρές του Αιγαίου αρχίζουν να ενοποιούνται. Η άφιξη στις ελληνικές πόλεις χιλιάδων διωγμένων, που θα καταλήξουν στην ανεργία, διευρύνει την «κοινωνική βάση» του ρεμπέτικου.
Τα πλήθη των απογοητευμένων ατόμων θα συμβάλλουν ως πεδίο παραγωγής και διάδοσης του ρεμπέτικου. Ο τόπος δημιουργίας μετατοπίζεται στην ταβέρνα και η γνωστοποίηση εξασφαλίζεται μέσω καταχωρίσεων σε δίσκους των 78 στροφών. Είναι η περίοδος της εμφάνισης του επώνυμου τραγουδιού και των πρώτων ηχογραφήσεων.
Ο πρώτος συνθέτης της δισκογραφίας στην Ελλάδα είναι ο Σμυρνιός Παναγιώτης Τούντας (1886-1942). Στην περίοδο 1925-1940 δισκογραφεί σχεδόν 300 τραγούδια. Στις βασικότερες θέσεις των δισκογραφικών εταιρειών, τοποθετούνται μουσικοί της «προσφυγιάς».
Δίσκος με μπουζούκι ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1931. Τον Ιανουάριο του 1932 κυκλοφορεί με επιτυχία, ένας δίσκος με μπουζούκι και κιθάρα. Στις ταβέρνες, στους τεκέδες και στα ουζερί του Πειραιά συχνάζουν μουσικοί που παίζουν τραγούδια με μπουζούκι.
Κάποιοι δημιουργοί καθορίζουν τη συνένωση της σμυρναίικης με τη διαμορφούμενη πειραιώτικη σχολή. Ξεχωρίζουν ο Βαγγέλης Παπάζογλου και ο Γιοβάν Τσαούς. Από τους τραγουδιστές διακρίνονται οι Ρόζα Εσκενάζυ, Αντώνης Διαμαντίδης, Ρίτα Αμπατζή, Νούρος και Ρουκούνας.
Ξεχωρίζει ο Συριανός Μάρκος Βαμβακάρης, με την παρέα του, την περίφημη «Τετράδα του Πειραιώς», την οποία αποτελούν ο Σμυρνιός Ανέστος Δελιάς, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Γιώργος Μπάτης.
Μεταξύ 1932-1933 ηχογραφούνται περισσότερα από 20 τραγούδια με επικράτηση του μπουζουκιού και με θεματολογία κυρίως «χασικλίδικη». Η Columbia διστάζει να στηρίξει αυτή την ηχογράφηση, φοβούμενη τον κοινωνικό απόηχο της υιοθέτησης του μπουζουκιού, οργάνου «του τεκέ και της φυλακής».
Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι:
«Μας κυνηγούν τον αργιλέ / γιατί τον πίνουν μάγκες,
και ζούλα τον φουμάρουνε / όλοι οι αριστοκράτες».
«Μας κυνηγούν τον αργιλέ / γιατί τον πίνουν μάγκες,
και ζούλα τον φουμάρουνε / όλοι οι αριστοκράτες».
Ο λαϊκός δημιουργός που θα υιοθετήσει στοιχεία διαφορετικών παραδόσεων, ωθώντας το τραγούδι με τα μπουζούκια από τη διαπροσωπική του ύπαρξη στη μαζικότητα είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Ο Τσιτσάνης καταγόταν από την Ήπειρο, από όπου προέρχονταν οι γονείς του πριν εγκατασταθούν στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Η ιδιαίτερη πατρίδα του, επηρέασε το έργο του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, συγκρότησε το παίξιμο στο μπουζούκι μέσα στο χλευασμό της αριστοκρατίας των Τρικάλων, επιλέγοντας να διαφοροποιηθεί από το Μάρκο Βαμβακάρη και από τη σμυρναίικη σχολή. Εισέρχεται στη δισκογραφία το 1937. Από το 1938 μέχρι την κήρυξη του πολέμου του 1940 ηχογραφεί 110 τραγούδια.
Η δικτατορία του Μεταξά, συστήνει Ειδική Επιτροπή ελέγχου των στίχων και της μουσικής. Εκείνη την εποχή, πολλοί λαϊκοί οργανοπαίχτες εξορίστηκαν ως «χασικλήδες». Καλλιτέχνες, όπως ο Παπάζογλου, ο Μπάτης, ο Δελιάς και ο Τσαούς, επέλεξαν να σταματήσουν κάθε δισκογραφική δραστηριότητα, από το να ενσωματωθούν στους νέους μηχανισμούς σύνθεσης τραγουδιών.
Από το 1940 ξεκινά η περίοδος ανάπτυξης των ρεμπέτικων, μέσα σε ταραγμένες συνθήκες όπου συνοδεύτηκαν από τον πόλεμο, τη γερμανική Κατοχή και τον εμφύλιο. Σταδιακά ο αναλφαβητισμός υποχωρεί, ο λαϊκός Τύπος εξαπλώνεται και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας φτάνουν παντού.
Το 1949, ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης, όπου υπερασπίζεται το ρεμπέτικο, στο οποίο εντοπίζει ομοιότητες με τη μουσική του ευρωπαϊκού μπαρόκ. Αυτή η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι, προκάλεσε πλήθος νέων θαυμαστών του λαϊκού τραγουδιού από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το ρεμπέτικο γίνεται η κυρίαρχη μουσική της διασκέδασης.
H περίοδος σφραγίζεται από τον Τσιτσάνη, ο οποίος με ερμηνευτές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρίκα Νίνου κ.α., παρουσιάζουν τραγούδια που χαρακτηρίζουν τα χρόνια, όπως: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Χωρίσαμε ένα δειλινό» κ.ά.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου είναι η διαμαρτυρία ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις, το σφοδρό «κατηγορώ» προς στους πλούσιους, ο ύμνος στη φτώχια, αναφορές στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, καταγγελία της μετανάστευσης και της ξενιτιάς.
Στις «Φάμπρικες», ο Τσιτσάνης επαινεί την εργατική τάξη:
«Φράγκο δεν δίνουνε για μεγαλεία / έχουνε μάθει να ζουν απλά / στάζει ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες / γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».
«Φράγκο δεν δίνουνε για μεγαλεία / έχουνε μάθει να ζουν απλά / στάζει ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες / γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».
Αλλού διαμαρτύρεται για την κοινωνική αδικία:
«Δυο δρόμοι τη χωρίζουν την κοινωνία τούτη / και φέρνουν μαύρη συμφορά, η φτώχεια και τα πλούτη».
«Δυο δρόμοι τη χωρίζουν την κοινωνία τούτη / και φέρνουν μαύρη συμφορά, η φτώχεια και τα πλούτη».
Το ρεμπέτικο, κοινός χώρος έκφρασης των πιο φτωχών και αμόρφωτων τάξεων του πληθυσμού, μάς ξεναγεί σε μοναδικές μουσικές διαδρομές, σε καταβολές ρηματικών εκφράσεων και ποιητικών μοτίβων που χάνονται στο βάθος του χρόνου. Eκφράζει τις ασυνέχειες στην κοινωνική οργάνωση, μνημονεύει κοινωνικές ρήξεις, υποδηλώνει κοινωνικούς αποκλεισμούς και αποτελεί την φωνή των αποκλεισμένων και περιθωριοποιημένων ατόμων της κοινωνίας.
Βιβλιογραφια:
Γεωργιάδης N., Το φαινόμενο Τσιτσάνης, Αθήνα, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 2005
Δαμιανάκος Σ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Πλέθρον, 2003
Δραγούμης Μ., «Μια μουσικολογική προσέγγιση του ρεμπέτικου», στο Θέματα Ελληνικού Πολιτισμού, Αιγαιο Κέντρο Ελληνικής Φιλολογίας, Αθήνα 1984
Ιωαννίδης Γ., «Στη μεταπολεμική Ελλάδα» στο Μουσική και Πολιτική, εφημ. Καθημερινή Επτά Ημέρες, Αθήνα, 13-01-2002
Κοταρίδης Ν., Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι, Αθήνα, ΠΛΕΘΡΟΝ, 1996
Παπάζογλου Ε., Ιστορία της ελληνικής μουσικής, Νάκας
Πετρόπουλος Η., Ρεμπέτικα τραγούδια, Κέδρος, Αθήνα 1972