Ήθελα να γράψω ένα κείμενο για την ανεργία.. τι μάστιγα είναι στην κοινωνία μας. ΑΝΤΙ να γράψω εγώ όμως κάτι, σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να παραθέσω ένα άρθρο του κ. Χ. Μιχαηλίδη από τη LIFO της προηγούμενης εβδομάδας.. με το οποίο συμφωνώ απόλυτα:
Άνεργος στα 50: Μια συνηθισμένη τραγωδία
Το να μένεις χωρίς δουλειά, ειδικά στα 50 και βάλε, είναι σαν να ναυαγείς νύχτα σε πέλαγος άγνωστο.
Η ανεργία δεν έχει... ηλικιακή ποσόστωση. Όποτε κι αν συμβεί, κακή είναι. Και φέρνει απόγνωση και πόνο. Σε πιο προχωρημένες ηλικίες, τα συναισθήματα αυτά είναι πιο έντονα. Ο χρόνος που τρέχει, πιο γρήγορα θαρρείς όσο μεγαλώνεις, προσθέτει και την ανασφάλεια σε όλες τις άλλες πληγές.
Στα 27-28 σου λες «προλαβαίνω», και συμβιβάζεσαι ευκολότερα με κάτι άλλο - που, πολλές φορές, καταντάει και το μόνιμό σου!
Άνεργος στα 50: Μια συνηθισμένη τραγωδία
Το να μένεις χωρίς δουλειά, ειδικά στα 50 και βάλε, είναι σαν να ναυαγείς νύχτα σε πέλαγος άγνωστο.
Η ανεργία δεν έχει... ηλικιακή ποσόστωση. Όποτε κι αν συμβεί, κακή είναι. Και φέρνει απόγνωση και πόνο. Σε πιο προχωρημένες ηλικίες, τα συναισθήματα αυτά είναι πιο έντονα. Ο χρόνος που τρέχει, πιο γρήγορα θαρρείς όσο μεγαλώνεις, προσθέτει και την ανασφάλεια σε όλες τις άλλες πληγές.
Στα 27-28 σου λες «προλαβαίνω», και συμβιβάζεσαι ευκολότερα με κάτι άλλο - που, πολλές φορές, καταντάει και το μόνιμό σου!
Στα 50 και βάλε, το να μείνεις χωρίς δουλειά είναι σαν να ναυαγείς νύχτα σε πέλαγος άγνωστο. Οι κοινωνίες που έχουν τα θεμέλιά τους σε αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό» δεν αφήνουν ποτέ αυτούς τους πελαγωμένους ανθρώπους να πνιγούν. Απλώνουν ένα χέρι βοηθείας, τις πρώτες, δύσκολες ώρες του ναυαγίου. Σου ρίχνουν ένα σωσίβιο να πιαστείς, ώσπου να περάσουν τα δύσκολα και να ξανασηκώσεις κεφάλι.
Στον τόπο μας, αυτό το απλωμένο χέρι υπάρχει περισσότερο ως «εκπεφρασμένη πολιτική επιθυμία», παρά ως άμεση λύση όταν η ανάγκη το απαιτεί. Με αφύπνισε ως προς τούτο μια σπουδαία ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή, προς τα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος. Η έμφαση της ομιλίας του ήταν επάνω σε αυτό που τόσο κουραστικά πια ονομάζουμε «καθημερινότητα του πολίτη». Μίλησε απλά, και με συγκλονιστικά παραδείγματα.
Για τον άνθρωπο, φερ' ειπείν, που μένει χωρίς δουλειά στα 55 του, περιέγραψε ο κ. Λοβέρδος ένα μικρό γραφειοκρατικό μαρτύριο έως ότου λάβει το μικρό βοήθημα που δικαιούται (το σωσίβιο που λέγαμε) για τον πρώτο δύσκολο καιρό. Υπάρχουν πολύ καλά κοινοτικά προγράμματα ανακούφισης για αρκετές κατηγορίες συμπολιτών μας. Όμως, όπως επισήμανε στην ομιλία του ο κ. Λοβέρδος, η εφαρμογή των προγραμμάτων με τη διαδικασία χορήγησης μιας άδειας ή μιας βοήθειας, συντρίβουν τους ανθρώπους. Τους εξευτελίζουν.
Ανέφερε επίσης και την περίπτωση ενός συνταξιούχου ο οποίος έχει κάνει πολλές δουλειές και που η γραφειοκρατία της διαδοχικής ασφάλισης είναι τέτοια που τον κάνει να παίρνει σύνταξη μετά από δύο χρόνια περίπου από την ημέρα που βγαίνει, και ζητά ρουσφέτι για να την πάρει νωρίτερα ή, αν δεν έχει ρουσφέτι, ταλαιπωρείται δανειζόμενος.
«Το μεταπολιτευτικό κράτος που κατέρρευσε τον Αύγουστο του 2007 στις φωτιές, όταν δεν προστάτευσε τη ζωή των ανθρώπων και το περιβάλλον της χώρας, αυτό το μεταπολιτευτικό κράτος έχει πια τελειώσει τη ζωή του. Ό,τι έχει μείνει είναι ταλαιπωρία για τον πολίτη» μου έλεγε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ σε μια πρόσφατη συζήτησή μας, αναγνωρίζοντας πως όση ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, άλλη τόση, αν όχι και περισσότερη, φέρουν οι κυβερνήσεις του δικού του κόμματος.
«Το 2011, στις επόμενες εκλογές, αν δεν κάνουμε κάτι γι' αυτά τα θέματα της καθημερινότητας, θα θεωρεί ο πολίτης, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δηλαδή, ότι οι πολιτικοί τελειώσανε. Ότι "δεν τους χρειαζόμαστε, αφού δεν κάνουν τίποτα για μας". Κι αυτό που είδαμε στις πρόσφατες εκλογές, να έχουμε αναποφάσιστους μέχρι την Κυριακή της κάλπης, αυτό είναι κρίσιμο, και καταδεικνύει την απόγνωση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος. Η αναποφασιστικότητά τους στις κάλπες δεν είναι επειδή είχαν δύο ή τρεις καλές λύσεις να επιλέξουν, αλλά επειδή είναι απαυδισμένοι οι πολίτες, δεν θέλουνε κανέναν».
Οι σκοτούρες και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων δεν «λένε» τίποτα σε πολλούς πολιτικούς. «Μιλάμε για πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο, γι' αυτό και μας αποστρέφεται» παραδέχεται ο Α. Λοβέρδος. Και δίνει ένα παράδειγμα:
«Ένας νέος άνθρωπος 35 ετών ήρθε από τη Γερμανία, Έλληνας, ήθελε να ανοίξει μία μπιραρία. Παιδεύτηκε τόσο πολύ, δεν ξέρω αν ακόμη τα κατάφερε ο άνθρωπος, αλλά είπε με τους φίλους του "δεν θα μπω στη λογική της διαφθοράς, δε θα δωροδοκήσω". Βρήκε λοιπόν έναν γνωστό του νομικό, έναν άλλον λογιστή, και προσπαθούσαν τηρώντας τη νομιμότητα στο ακέραιο κάποια στιγμή να καταλήξουν, κι είχαν περάσει 18 μήνες και δεν είχαν άδεια!» Ένας ακόμα απογοητευμένος από την Ελλάδα πολίτης. Όσοι έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν, το κάνουν. Ο συγκεκριμένος νέος δεν αποκλείεται να άνοιξε την μπιραρία του τελικά στην Τουρκία και να 'ναι και πανευτυχής.
Για τον άνθρωπο, φερ' ειπείν, που μένει χωρίς δουλειά στα 55 του, περιέγραψε ο κ. Λοβέρδος ένα μικρό γραφειοκρατικό μαρτύριο έως ότου λάβει το μικρό βοήθημα που δικαιούται (το σωσίβιο που λέγαμε) για τον πρώτο δύσκολο καιρό. Υπάρχουν πολύ καλά κοινοτικά προγράμματα ανακούφισης για αρκετές κατηγορίες συμπολιτών μας. Όμως, όπως επισήμανε στην ομιλία του ο κ. Λοβέρδος, η εφαρμογή των προγραμμάτων με τη διαδικασία χορήγησης μιας άδειας ή μιας βοήθειας, συντρίβουν τους ανθρώπους. Τους εξευτελίζουν.
Ανέφερε επίσης και την περίπτωση ενός συνταξιούχου ο οποίος έχει κάνει πολλές δουλειές και που η γραφειοκρατία της διαδοχικής ασφάλισης είναι τέτοια που τον κάνει να παίρνει σύνταξη μετά από δύο χρόνια περίπου από την ημέρα που βγαίνει, και ζητά ρουσφέτι για να την πάρει νωρίτερα ή, αν δεν έχει ρουσφέτι, ταλαιπωρείται δανειζόμενος.
«Το μεταπολιτευτικό κράτος που κατέρρευσε τον Αύγουστο του 2007 στις φωτιές, όταν δεν προστάτευσε τη ζωή των ανθρώπων και το περιβάλλον της χώρας, αυτό το μεταπολιτευτικό κράτος έχει πια τελειώσει τη ζωή του. Ό,τι έχει μείνει είναι ταλαιπωρία για τον πολίτη» μου έλεγε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ σε μια πρόσφατη συζήτησή μας, αναγνωρίζοντας πως όση ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, άλλη τόση, αν όχι και περισσότερη, φέρουν οι κυβερνήσεις του δικού του κόμματος.
«Το 2011, στις επόμενες εκλογές, αν δεν κάνουμε κάτι γι' αυτά τα θέματα της καθημερινότητας, θα θεωρεί ο πολίτης, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δηλαδή, ότι οι πολιτικοί τελειώσανε. Ότι "δεν τους χρειαζόμαστε, αφού δεν κάνουν τίποτα για μας". Κι αυτό που είδαμε στις πρόσφατες εκλογές, να έχουμε αναποφάσιστους μέχρι την Κυριακή της κάλπης, αυτό είναι κρίσιμο, και καταδεικνύει την απόγνωση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος. Η αναποφασιστικότητά τους στις κάλπες δεν είναι επειδή είχαν δύο ή τρεις καλές λύσεις να επιλέξουν, αλλά επειδή είναι απαυδισμένοι οι πολίτες, δεν θέλουνε κανέναν».
Οι σκοτούρες και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων δεν «λένε» τίποτα σε πολλούς πολιτικούς. «Μιλάμε για πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο, γι' αυτό και μας αποστρέφεται» παραδέχεται ο Α. Λοβέρδος. Και δίνει ένα παράδειγμα:
«Ένας νέος άνθρωπος 35 ετών ήρθε από τη Γερμανία, Έλληνας, ήθελε να ανοίξει μία μπιραρία. Παιδεύτηκε τόσο πολύ, δεν ξέρω αν ακόμη τα κατάφερε ο άνθρωπος, αλλά είπε με τους φίλους του "δεν θα μπω στη λογική της διαφθοράς, δε θα δωροδοκήσω". Βρήκε λοιπόν έναν γνωστό του νομικό, έναν άλλον λογιστή, και προσπαθούσαν τηρώντας τη νομιμότητα στο ακέραιο κάποια στιγμή να καταλήξουν, κι είχαν περάσει 18 μήνες και δεν είχαν άδεια!» Ένας ακόμα απογοητευμένος από την Ελλάδα πολίτης. Όσοι έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν, το κάνουν. Ο συγκεκριμένος νέος δεν αποκλείεται να άνοιξε την μπιραρία του τελικά στην Τουρκία και να 'ναι και πανευτυχής.
Όσοι δεν μπορούν να ξεφύγουν, όμως, όσοι βλέπουν τις ευκαιρίες τους στη ζωή να λιγοστεύουν, μένουν στο περιθώριο και μαραίνονται. Ο πιτσιρικάς, με όπλο τη ζωή που ακόμα απλώνεται μπροστά του, βρίσκει πιο εύκολα τη δύναμη να συμβιβαστεί με κάτι άλλο «μέχρις ότου...».
Άλλος, πιο ασυμβίβαστος, θα πετάξει και μια κοτρόνα. Ο πιο μεγάλος, πιο ταλαιπωρημένος από τη ζωή, βλέπει ακόμα και τις συμβιβαστικές επιλογές του να λιγοστεύουν. Ξέρω κάποιον που ήταν λογιστής σε ασφαλιστική εταιρεία, χρόνια 35, και τώρα ξεχορταριάζει κήπους στα νότια προάστια, και λέει «δόξα τω Θεώ».
Τα στηρίγματά του ελάχιστα. Έδωσε πολλά στον τόπο του, τόσα χρόνια εργαζόμενος. Πήρε πίσω ελάχιστα. Κι ακόμα τους ακούει να του υπόσχονται τα πάντα.
«Άντε στο διάολο, καραγκιόζηδες!»
Τα στηρίγματά του ελάχιστα. Έδωσε πολλά στον τόπο του, τόσα χρόνια εργαζόμενος. Πήρε πίσω ελάχιστα. Κι ακόμα τους ακούει να του υπόσχονται τα πάντα.
«Άντε στο διάολο, καραγκιόζηδες!»