6 Φεβρουαρίου 2012

Η Νίκη της Λούλας Αναγνωστάκη, Εθνικό Θέατρο




Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα στη Νέα Σκηνή του Εθνικού θεάτρου, όπου παρακολούθησα τη "Νίκη" της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία του Βίκτωρα Αρδίτη.

Η έργο αναφέρεται στα πολιτικά αδιέξοδα της πρόσφατης ιστορίας μας και στην πληγή του εμφύλιου σπαραγμού. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα γερμανικό βιομηχανικό προάστιο, στο οποίο έχει μεταναστεύσει μια βασανισμένη ελληνική οικογένεια με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής.  

Ξεριζωμένη βίαια από την πατρίδα, η οικογένεια στην προσπάθειά της να επιβιώσει, παλεύει να αφήσει πίσω το χθες και να προσαρμοστεί σε μια διαφορετική αντίληψη ζωής και νοοτροπίας. Όμως η Ελλάδα και οι ανοιχτές πληγές της βρίσκονται παντού. Ο γιος μπλέκει άθελά σε έναν ιστό από πολιτικές σκοπιμότητες και σε ένα σκοτεινό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.


Δε γίνεται να μην αισθανθείς μια διάχυτη μελαγχολία, ιδιαίτερα στη διαπίστωση ότι το έργο αγγίζει ζητήματα της Ελλάδας του ’50 και του ’60, όπως η φτώχεια, η ανεργία και η μαζική φυγή, τα οποία είναι ακριβώς το ίδιο επίκαιρα και σήμερα.

Η διαφορετική νοοτροπία ζωής και ο ρατσισμός από τους «σκληροτράχηλους» Γερμανούς με τα αγέλαστα, ανέκφραστα πρόσωπα, κρυμμένοι πίσω από τα βαριά χειμωνιάτικα τους ρούχα. Κλεισμένοι από νωρίς στα σπίτια τους. Μέχρι που αν κάποιος καθυστερούσε ν’ επιστρέψει στο σπίτι, να προξενούσε την καχυποψία των γειτόνων και των αρχών.  Έπειτα, οι Έλληνες μετανάστες που μετέφεραν τις παλιές εμφύλιες διαφορές τους και στη Γερμανία.  Τόσο μακριά από την Ελλάδα, μα όμως εκείνη να τους ακολουθεί παντού.


Η Νίκη είναι ένα από τα πιο αιχμηρά κείμενα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας της κορυφαίας Ελληνίδας συγγραφέως της μεταπολεμικής περιόδου. Γράφεται το 1978 και αποτελεί ένα τολμηρό σχόλιο στα βαθιά ριζωμένα πολιτικά αδιέξοδα της πρόσφατης ιστορίας μας. Αξίζει να αναφερθεί πως η Αναγνωστάκη δεν αφήνει ούτε μια χαραμάδα, ούτε μια αχτίδα αισιοδοξίας... Τελικώς αποδεικνύεται πως είχε δίκιο, καθώς σήμερα σχεδόν 35 χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα της παράστασης στο Θέατρο Τέχνης, διαπιστώνουμε με θλίψη πως η παράσταση παραμένει το ίδιο επίκαιρη όσο τότε. 


Tιμές εισιτηρίων:
16Euro, 13Euro (φοιτ)
Κάθε Πέμπτη 13Euro
Για ανέργους : 5Euro

Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή-«Νίκος Κούρκουλος», Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210.5288173, 210.5288170, 210.5288171, 210.3305074, 210.7234567 και στο www.n-t.gr


Για τη «Νίκη» (σημείωμα της συγγραφέως)

Η «Νίκη» είναι το χρονικό μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τα βόρεια της Μακεδονίας, πέρασε από κάποια συνοικία του Πειραιά, για να καταλήξει στη Γερμανία.

Το θέμα δεν είναι το μεταναστευτικό, η Γερμανία είναι εδώ ο χώρος και το τέρμα μιας σπαραγμένης διαδρομής. Οι Έλληνες αυτοί δεν πρέπει να ιδωθούν απλά σαν μετανάστες και σαν θύματα της ελλαδικής πραγματικότητας. Μεταφέρουν όλη τη μακρόσυρτη και τυφλή αγωνία της πρωτόγονης ελληνικής οικογένειας, που αναδιπλώνεται μέσα από πράξεις φόνου, προδοσίας, αλλά και αλληλοπροστασίας, μέσα από διαιωνιζόμενα βιώματα μιας διαιωνιζόμενης κοινωνικής αθλιότητας.

Εδώ θα πρέπει να σταματήσω. Φοβάμαι πως κάθε ανάλυση που θα επιχειρούσα, θα παραμόρφωνε το έργο μου. Το σημείωμα-πρόλογος που πρέπει να γράφει ο συγγραφέας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας περιττός, επικίνδυνος ίσως, μονόλογος, αφού προϊδεάζει τον θεατή και αμελεί τις αντιδράσεις του, που μόνο το ίδιο το έργο θα προκαλέσει.

Θα περιοριστώ μόνο σε μια διευκρίνιση: Δεν ανήκω στους δημιουργούς που ακολουθώντας μια διαλεκτική διαδικασία συνθέτουν ένα έργο με ανάγλυφα αίτια και αιτιατά. Εγώ βλέπω μόνο το αποτέλεσμα, αυτό που τελικά συνιστά ένα ανθρώπινο βίωμα. Έτσι ομολογώ πως αγαπώ αυτά τα προσωπα και μ΄ενδιαφέρει να τ΄αγαπήσει και ο θεατής: τον «φονιά» Θανάση, τον «χαφιέ» Θύμιο, τον ανυπεράσπιστο Νίκο με το θολό όραμα της «νίκης», τη μάνα, αυτή την αρρωστημένη καρδιά της οικογένειας, τη Βάσω, που με απελπισία αγωνίζεται να δικαιώσει και να κλείσει μέσα της την «ιστορία» αυτών των ανθρώπων. Και βέβαια τις μακρινές μορφές του Δήμου, του Σταύρου και του Βλάση, που μάχονται για μια το ίδιο μακρινή κι ακατανόητη, για τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, δικαιοσύνη.

Λούλα Αναγνωστάκη, Για τη Νίκη, από το πρόγραμμα «Θεάτρου Τέχνης»
χειμερινή περίοδος 77-78


Διανομή:
Σταύρος Προκόπης Αγαθοκλέους
Βάσω Μαρία Κεχαγιόγλου
Μικρή Ιωάννα Κολλιοπούλου
Νίκος Αλέξανδρος Μαυρόπουλος
Δήμος Αργύρης Πανταζάρας
Γριά Ρένη Πιττακή
Θύμιος Γιώργος Συμεωνίδης
Παιδί Θοδωρής Μαρινάκης, Ειρηναίος Τσούραλης

1 Φεβρουαρίου 2012

είχα ένα όνειρο

Υπάρχουν πολύχρωμα όνειρα που σαν μπαλόνια συνεχώς ταξιδεύουν... 
Είχα ένα, δικό μου και εγώ,
παράξενο, κόκκινο
ερχόταν κάθε πρωινό έξω από το παράθυρο μου...
Το συμβούλευα να απομακρυνθεί 
να φύγει όσο γίνεται πιο μακρυά από εμένα
...μα αυτό ατίθασο,
έκανε του κεφαλιού του...
"εγώ εδώ θα μείνω κοντά σε σένα
ότι και αν λες τώρα εσύ"
...έτσι το έπαιρνα μαζί μου
έβγαινα στην πόλη...
...έτρεχα, προσπαθούσα, μάτωνα,
κουβαλούσα και αυτό μαζί μου.
Κάποιοι κατάλαβαν πως κινδυνεύει...
και προσφέρθηκαν κάποιες στιγμές
να μου το προστατεύσουν...
Πάλεψα κόντρα στους καιρούς, στους ανέμους
γαντζώθηκα, σιωπηλά, αληθινά για να μην το αφήσω...
...Υπήρξαν φορές, πραγματικά υπήρξαν
που πλησιάσαμε 
στο να εκπληρωθούν οι ευχές μας,
σαν όνειρο φάνταζε το όνειρο μας...
 Μα οι καιροί γίνανε σκληροί
οπότε είπα θα το παρατήσω
Πήγαινε αλλού!
"Δε με αγγίζει καθόλου
η απατηλή τους λάμψη!"
Με ακολουθούσε.
Θέλησα να το απελευθερώσω
να του εξηγήσω πως εδώ δε θα ευτυχίσει.

Τίποτα εκείνο
ενώ το σκοτώνουν 
σκληρά, άδικα, αιματηρά
θέλει παράλογα να ζήσει.
Οπότε μάλλον
ίσως, μπορεί,
να φύγουμε κάποτε μαζί
προς τα εκεί 
που τα όνειρα ζουν
ίσως συναντήσουμε άλλα όνειρα
και ζήσει ευτυχισμένο


Οι φωτογραφίες και η σκηνή (*κλείσε τη μουσική για να τη δεις*) είναι από την ταινία : Le ballon rouge (1956)  

30 Ιανουαρίου 2012

Περί φωτίσεως, Ζοζέ Σαραμάγκου



"Σε κάποια χώρα γίνονται εκλογές. Η καταμέτρηση των ψήφων στην πρωτεύουσα αναδεικνύει πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό περίπου 70%. Oι εκλογές επαναλαμβάνονται την επόμενη Κυριακή και το λευκό ξεπερνά το 80%. Μπροστά στο διαφαινόμενο κενό εξουσίας, τα δύο μεγάλα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός και οι δημόσιες υπηρεσίες εγκαταλείπουν την πόλη, καταστρώνοντας αστυνομικά σχέδια για να ανακαλύψουν τον υποκινητή. Μια έκπληξη όμως περιμένει τους κρατούντες: ο πληθυσμός της πόλης αφυπνίζεται, «φωτίζεται» και ανακαλύπτει από την αρχή τις αξίες της αλληλεγγύης, της προσωπικής ευθύνης, της αλληλοβοήθειας. Το Κράτος όμως δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη.

Ένα απαισιόδοξο βιβλίο; «Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος. Eίναι ο κόσμος απαίσιος», ισχυρίζεται ο Ζοζέ Σαραμάγκου, που με το νέο αυτό μυθιστόρημά του, που κινείται στον αντίποδα του μυθιστορήματός του Περί τυφλότητος, γνώρισε και πάλι μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο."



Ο Ζοζέ Σαραμάγκου υπήρξε μια ιδιάζουσα περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αυτοδίδακτος και όμως ένας από τους πιο γνωστούς και πολυδιαβασμένους συγγραφείς της εποχής μας. Γιος και εγγονός ακτημόνων αγροτών, παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την οποία για οικονομικούς λόγους δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Αναγκάστηκε από μικρός να εργαστεί, αλλάζοντας πολλά επαγγέλματα. Κάθε απόγευμα όμως πήγαινε στη δανειστική βιβλιοθήκη της πόλης του και χανόταν ώρες διαβάζοντας βιβλία της επιλογής του.

Στο «Περί Φωτίσεως» ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του τη ζωή. Αν ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, σίγουρα ο Σαραμάγκου έκανε την αρχή, εστιάζοντας στο βασικότερο πρόβλημα της εποχής μας, στην απουσία ικανών πολιτικών ηγετών, στη διαφθορά της εξουσίας και στην επιτακτική ανάγκη ν’αναλάβουν άμεσα πλέον οι ίδιοι οι πολίτες ουσιαστικές πρωτοβουλίες.  Ν’απαιτήσουν μια κοινωνία όπου όλοι θα έχουν ίσες ευκαιρίες και η δικαιοσύνη δε θα είναι μια ουτοπική έννοια, αλλά η άμεση συνειδητή πραγματικότητα.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου μέσα από τη γνωστή του ειρωνεία, καυστικότητα και σάτιρα,  ξεδιπλώνει την εμπειρία της ζωής του, μας ανοίγει διάπλατα δρόμους. Μας ταρακανάει, θέλοντας να μας αφυπνίσει από την πνευματική τύφλωση και να μας «φωτίσει» με τον πλούτο της αλληλεγγύης, της απαίτησης μιας άλλης κοινωνίας αληθινά δημοκρατικής και δίκαιης. Γιατί τι αξία έχουν οι εκλογές, αν δε μπορούν ν' αλλάξουν προς το καλύτερο τη ζωή μιας πόλης και των κατοίκων της; Πόσο απαραίτητο είναι να απαιτήσουμε μια νέα πολιτική, η οποία θα εστιάζει στον άνθρωπο και στις αξίες του; Πόσο τελικά εθελοτυφλούμε όταν τα πάντα μας προειδοποιούν για την επικείμενη καταστροφή και όμως συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τα ίδια πρόσωπα σαν μην συμβαίνει τίποτα;... Η αληθινή αλλαγή θα έρθει όταν ο άνθρωπος θα αισθανθεί ξανά πολίτης, όταν θα νοιαστεί για την προσωπική του ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και στον συνάνθρωπο. Τότε θα απαιτήσει και το σύστημα να αλλάξει από τα θεμέλια του. 

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί φωτίσεως, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006

28 Ιανουαρίου 2012

τάδε έφη...Xρόνης Μίσσιος


"Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς το θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα, με όλα αυτά.

Η οικολογία είναι επαναστατική, με την έννοια ότι στοχεύει να καταργήσει όλες τις αρνητικές δομές της κοινωνίας. Είναι η μόνη επανάσταση, θα λέγαμε, η οποία δε φέρει εξουσία και δεν εδραιώνει καμία εξουσία. Και ξέρουμε από την ιστορία ότι και τα πιο ωραία, τα πιο όμορφα, τα πιο ρομαντικά όνειρα των επαναστατών, σκοτώθηκαν από την εξουσία. Αυτή ήταν η αιτία της καταστροφής. Αυτή είναι η αιτία που μετατρέπει τα όνειρα σε εφιάλτη.

(...)
Και τι θα πει ανάπτυξη, κι ως που πάει αυτή η ανάπτυξη τέλος πάντων; Αυτή η γραμμή που πάει; Έχει κανένα τέλος; Έχει κανένα τέρμα αυτή η γραμμή; Περάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση, περάσαμε την επανάσταση την ηλεκτρονική, και το όφελος του ανθρώπου ποιό; Η ποιότητα της ζωής του, το νόημα της ζωής του έχει χαθεί, έχει αλλοτριωθεί! Η ζωή είναι αλλού και ο άνθρωπος ο σημερινός είναι αλλού! Οι περισσότεροι άλλα ζητούν κι άλλα ζούνε, άλλα επιθυμούν και άλλα πραγματοποιούν μέσα στην κοινωνία.

Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών. Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι. Είμαστε ψυχασθενείς. Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος!

Αν θέλουμε λοιπόν να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον, οφείλουμε κατ’ αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα. Αυτές οι χαβούζες που λέγονται πόλεις εξαφανίζουν τον άνθρωπο.

(...)
Όσο υπάρχουν άνθρωποι -κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους- θα νιώθουνε αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
 

(...)
Είναι δύσκολο να ανοίξουμε μια διέξοδο μέσω μιας οικολογικής επανάστασης. Και γιατί είναι δύσκολο; Από την δεκαετία του ’60 ο Μαρκούζε είχε επισημάνει, ότι αυτό το απεχθές κοινωνικό σύστημα δεν βρίσκεται πια έξω από τον άνθρωπο, αλλά έχει ενσωματωθεί μέσα στον άνθρωπο και έχει υποχρεώσει τον άνθρωπο να το αναπαράγει συνεχώς. Αυτό τι λέει;

Αυτό λέει, ότι υποχρεωτικά, έχουμε μια μετάλλαξη της συνείδησης, μια μεταφορά της, από την αυτονομία της αναζήτησης του καλού ή της ζωής, σε μια πρακτική η οποία αναπαράγει το σύστημα. Μας έχουν υποχρεώσει να παίρνουμε αυτοκίνητα, μας υποχρεώνουν να παίρνουμε κινητά, μας υποχρεώνουν να κάνουμε τούτο, ή το άλλο. Έχουν οργανώσει έτσι τη ζωή, ώστε δεν μπορούμε να διαφύγουμε.

Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολη μια επανάσταση της οικολογίας. Γιατί πρέπει να απαλλαγεί ο άνθρωπος, να ξεράσει από μέσα του, όλο το σύστημα, να μπορέσει να απελευθερωθεί και να μπορέσει τελικά να δει τα πράγματα όπως είναι, να δει τη ζωή του, να παλέψει, ν’ αντισταθεί, να πολεμήσει.

Σήμερα και σ’ αυτόν τον τομέα -και είναι πολύ αισιόδοξο- διάφορες παρέες παίρνουν τα βουνά και προσπαθούν να ζήσουν έξω από το σύστημα. Ακόμα, σε κάποιες περιοχές έχουν καταργήσει και το χρήμα. Εσύ έχεις βγάλει φέτος περισσότερα φασόλια, εγώ έχω πατάτες, ο άλλος έχει λάδι, ο άλλος είναι γιατρός κι αντί για πληρωμή θα του δώσω αυγά ή κοτόπουλο, κλπ.

Αυτά νομίζω είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν σήμερα στην ελληνική κοινωνία, διότι από το οργανωμένο πολιτικό-θεσμικό σύστημα δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία αποκλείεται να αναπαράξει τίποτα καλό, τίποτα της προκοπής.

Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ξαναζήσω μια περίοδο εθνικής υποτέλειας της πατρίδας μου.

Πιτσιρικάς δεκατριών χρονών πολέμησα τους Γερμανούς. Μετά, πολέμησα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, την εποχή που ερχόταν εδώ ο Αμερικανός στρατηγός και του έλεγε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, διανοούμενος Κανελλόπουλος, «Ιδού ο στρατός σας!», δείχνοντας τον ελληνικό στρατό. Την εποχή που ερχόταν ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών ο περίφημος Πιουριφόι, και έμπαινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού και ανέβαζε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και του έλεγε τι να κάνει και τι να μην κάνει…

Ε, περίπου τα ίδια δε ζούμε τώρα; Έρχονται οι Τροϊκανοί. Τα ίδια δεν κάνουνε; Έχουμε κυβέρνηση; Πού είναι;

Λέω καμιά φορά, σ’ αυτά τα παιδιά που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σα να ‘ναι κατσαρίδες, «Τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπεδίου και να κάνετε μια φάρμα; Είστε όλοι σας μορφωμένα παιδιά, έχετε διάφορες ειδικότητες, να καταλάβετε τα βασιλικά κτήματα, αυτού του κερατά στο Τατόι, να κάνετε μια φάρμα; Θα ‘χετε και τον κόσμο μαζί σας! Ποιος θα σας πει κουβέντα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;».

Θέλω να πω, ότι, δυστυχώς, επίσης για πρώτη φορά, ζω σε μια κοινωνία η οποία δείχνει να χει πάθει εγκεφαλικό! Δεν αντιδρά με τίποτα! Να συμβαίνουν τόσο τρομακτικά πράγματα και μέσα σ’ αυτήν και στον κόσμο και γύρω της, και να μην παίρνει χαμπάρι! Να μην αντιδρά με τίποτα!

Άκουγα τον Γιανναρά να λέει «Τουλάχιστον ας κατέβουν εκατό- διακόσιες χιλιάδες κόσμος να καταλάβουν το Σύνταγμα και να κάτσουν εκεί και να απαιτήσουν Συντακτική Εθνοσυνέλευση». Αλλά πού; Αυτό που λέγεται, πια, ότι απέμεινε σαν σύνθημα γραμμένο σε γκρεμισμένους τοίχους: «ΑΡΙΣΤΕΡΑ», τυρβάζει περί των… ευαγγελίων ακόμα!

Ξέρεις τι είπε ο Δαντόν πριν τον καρατομήσουν; «Τα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας είναι οι ταφόπετρες των ρομαντικών». Κατάλαβες; Και μέσα σε όλη την πορεία της ιστορίας, οι μόνοι που έσωσαν την αθωότητά τους ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς, πριν γίνουν εξουσία. Γιατί, σου λέω, ότι η εξουσία είναι το χειρότερο, είναι το τρομακτικότερο εφεύρημα του ανθρώπου!

Εγώ είμαι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, υπέρ των μικρών κοινοτήτων, και το μόνο που θα έλεγα σήμερα που η χώρα μας περνάει κρίση, θα ‘τανε, “πάρτε τα βουνά, ξαναγυρίστε στα χωριά σας, ξαναγυρίστε στη λίμνη! Ξαναεποικήστε την Ελλάδα!”

Έχουμε μια χώρα η οποία είναι ευλογία Θεού, παράγει τα πάντα! Από βότανα, από τρόφιμα, τα πάντα μπορεί να παράξει. Ποτέ όμως δεν είχαμε μια ικανή πολιτική ηγεσία.

Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.

Γι’ αυτό ο δρόμος προς την απελευθέρωση από τη βαρβαρότητα, είναι ένας δρόμος πάνω από την πυρρά, που πρέπει να περάσει ο καθένας μας. Πάρα πολύ δύσκολος δρόμος.

Για την ώρα το κάνουν αυτοί που έχουν κάποια δυνατότητα να το κάνουν. Δηλαδή, γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι φύγανε και πήγανε στο Πήλιο, ένα από τα πιο παραγωγικά βουνά της Ελλάδας -εκεί και… μπουκάλια να φυτέψεις θα φυτρώσουνε και υπάρχουν κτήματα τα οποία είναι εγκαταλελειμμένα, γεμάτα ελιές, καρυδιές, μηλιές κλπ.- και νοίκιασαν ένα κτήμα, ίσα ίσα για να μην χάσει ο ιδιοκτήτης την κυριότητα, δηλ. με 500 ευρώ το χρόνο, για να καλλιεργούν και να ζουν εκεί, να πουλάν το λάδι και καμιά φορά να βγαίνουν και στην λαϊκή αγορά. Κάποιοι από αυτούς είναι και γιατροί ή δάσκαλοι και διοργανώνουν εκδηλώσεις. Περνάνε όμορφα, με την παρέα τους, με τα οργανάκια τους, κάθε άνοιξη συγκεντρώνουν τις εμπειρίες τους, για το πως π.χ. γίνεται το μελιτζανάκι τουρσί, τα καρύδια γλυκό, πώς από το λάδι γίνεται το σαπούνι, πώς χτίζουν σπίτια με αχυρόμπαλες κλπ., διάφορες γνώσεις, γιατί όλοι τους είναι και πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι και έχουν κυνηγήσει αυτήν τη γνώση, η οποία είναι πολύτιμη.

Με την τεχνολογία, έχουμε χάσει πολύτιμες γνώσεις από την εμπειρία του ανθρώπου, που εξασφάλισαν την επιβίωσή του στον πλανήτη για εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα η γνώση μας έρχεται απ’ το μέλλον, δεν έρχεται από το παρελθόν!

(...)
Αλλά, δεν υπάρχει παιδεία, σήμερα. Μη γελιόμαστε. Υπάρχει εκπαίδευση. Άλλο πράγμα η παιδεία κι άλλο πράγμα η εκπαίδευση. Σήμερα, λοιπόν, τα παιδιά εκπαιδεύονται. Γιατί; Για να βρούνε τη μηχανή του κέρδους! Να εξασφαλίσουν κάποια θέση σε κάποιο επάγγελμα.

Τη μηχανή του κέρδους! Αυτό είναι το πρόβλημα. Όσο στην κοινωνία μας η κυρίαρχη αξία του συστήματος είναι το κέρδος, από κει και πέρα μην ψάχνεις να βρεις… αυτό διαποτίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και διαποτίζει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες όπως είναι η παιδεία και όλα τα πράγματα.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν υπάρχει ελπίδα διεξόδου, οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι θα την διαμορφώσουν.

Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη, έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τί πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ’ το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή; Εμείς, λοιπόν, ταξιδέψαμε σ’ έναν υπέροχο μύθο, σ’ ένα πάρα πολύ όμορφο όραμα. Τώρα, αν αυτό στο τέλος της ζωής μας κατάντησε εφιάλτης, αυτό είναι άλλο θέμα, είπαμε, είναι θέμα της εξουσίας.

(...)
Σήμερα, μια σημαντική λέξη είναι η λέξη «βιότοπος». Τι σημαίνει; Σημαίνει βιώνουμε μαζί, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί βιώνουμε μέσα στην διαφορετικότητά μας κι όχι σε κάποια ομπρέλα ιδεολογική η οποία μπορεί να μας οδηγεί σε διαφωνίες και σε συγκρούσεις όπως αυτές που συντηρούνται σήμερα μέσα στον χώρο της αριστεράς, οι οποίες δεν έχουν κανένα νόημα.

Όσο για έναν… εμπνευσμένο αρχηγό και ηγέτη εγώ πιστεύω πάρα πολύ ότι σε μια κοινότητα, η συλλογική γνώμη είναι πολύ πιο ασφαλής και πιο ισχυρή από οποιονδήποτε ηγέτη.

Στο άλλο σημείο στο οποίο επίσης έχω διαφωνία με τον όποιον ηγέτη και την ιδεολογία, είναι ότι πιστεύω στο αυθόρμητο των ανθρώπων, δηλαδή, μέσα σε αυτή τη διαδικασία ανατροπής ή επανάστασης πρέπει να αναπτυχτεί ένα κίνημα όχι καθοδηγούμενο αλλά αυθόρμητο. Ένα κίνημα που γεννιέται από τη συνείδηση των ανθρώπων που ξέρουν που πάνε και ξέρουν τι θέλουν. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να ξαναγυρίσουμε σε μορφές εξουσιαστικές, κι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, εγώ ασκώ εξουσία.

(...)

Σήμερα μπορεί κανένας άνθρωπος να ορίσει τι σημαίνει αναρχικός; Βρισκόμαστε μέσα σε ένα σύστημα το οποίο είναι δομημένο με ανήθικους τρομοκρατικούς και βάρβαρους κανόνες. Το να αρνηθείς τους κανόνες και τη θέσπιση αυτού του συστήματος τι σημαίνει, ότι είσαι αναρχικός;
Με αυτή την έννοια είμαστε όλοι αναρχικοί! Γιατί όλοι αναζητούμε το κάλλιστο.

(...)

Εγώ βρίσκομαι στην άλλη όχθη! Δεν γουστάρω αυτό το σύστημα, δεν γουστάρω καπιταλισμό, δεν γουστάρω νεοφιλελευθερισμό, δε γουστάρω συγκεντρωτισμό, δε γουστάρω αυτά τα πράγματα! Θέλω μικρές κοινότητες, αυτόνομες, σε ανθρώπινα μέτρα να μπορέσουμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Έχω μια άλλη λογική, μια άλλη αντίληψη για το πώς οργανώνεται η κοινωνία.

Ξέρω πια τι σημαίνει πολιτική. Δεν γίνεται. Κατ’ αρχήν στην Ελλάδα δεν έχουμε το στοιχειώδες. Δεν έχουμε έναν στοιχειώδη πολιτικό πολιτισμό, γιατί αυτά τα καθίκια δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Η πατρίδα κινδυνεύει, η πατρίδα βουλιάζει, και πολεμάν σαν κατίνες ο ένας τον άλλον, εσύ έκανες εκείνο στο αυτό κι εσύ έκανες το άλλο. Δεν έχουν την παλικαριά, την εντιμότητα να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να αφήσουν τις κατινιές στην άκρη και να κουβεντιάσουν. Είναι τυχαίο; Μα ένας δεν αυτοκτόνησε απ’ αυτούς εδώ τριανταπέντε χρόνια; Ένας δεν ζήτησε συγγνώμη, ένας δεν παραιτήθηκε;

Γι αυτό λέω, ότι είναι πρόβλημα συνείδησης και όχι ιδεολογίας; Είναι πρόβλημα συμπεριφοράς κι όχι ιδεολογίας.

Και δυστυχώς, πιστεύω, ότι εμείς ήμασταν οι… τελευταίοι των Μοικανών. Σε εμάς το σύστημα ασκούσε σωματική βία, μας έκλεινε φυλακή, μας βασάνιζε, μας χτυπούσε για να μας υποτάξει. Για τις σημερινές γενιές είναι πιο δύσκολα. Τους κάνουν λοβοτομή, τους απορροφά το σύστημα συνεχώς μέσα στη μηχανή του κέρδους, δεν τους αφήνει περιθώρια ούτε να οραματιστούν, ούτε να φανταστούν, τους αφαιρεί την κριτική σκέψη. Την ψυχή!

Κι ας είμαστε η χώρα των μεγάλων ποιητών. Κανένας λαός δέκα εκατομμυρίων δεν έχει τρία νόμπελ και ένα βραβείο Λένιν. Και μάλιστα, θα υπήρχαν κι άλλοι που θα έπρεπε να πάρουν το νόμπελ και δεν το πήραν… αλλά τέλος πάντων.

(...)
Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή η γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος.

Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε». Δεκαεφτά χρονών παιδί ήμουν και καταδικασμένος για θάνατο, κι εγώ τους έγραφα… Τώρα, βέβαια, λέω για “τί”;"

--

Πόσοι άνθρωποι υπαρχουν σήμερα που να μιλάνε με τέτοια αυθεντικότητα;
Πόσο λείπουν τέτοιες φωνές; Πόση αληθινή νεότητα σε συνδυασμό με σοφία, μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος;
Αξίζει να διαβάσετε όλη τη συνέντευξη του εδώ!
Related Posts with Thumbnails