Διάβασα το μυθιστόρημα του Χανς Φάλλαντα, Μόνος στο Βερολίνο (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Αντζη Σαλταμπάση, 2008) πριν μέρες. Aκόμη οι λέξεις του με ακολουθούν. Το βιβλίο σχετίζεται με την αντίσταση ενός μικροαστικού, καθημερινού ζευγαριού Γερμανών εναντίον των ναζί. Πώς βίωναν τον τρόμο και το φασισμό οι ίδιοι οι Γερμανοί κατά την περίοδο που ο Χίτλερ μεσουρανούσε...
«Όλοι φοβούνται!»,
κατέληξε ο άντρας των Ες Α με περιφρόνηση. «Δεν καταλαβαίνω γιατί. Είναι τόσο
εύκολα τα πράγματα, αρκεί να κάνουν ότι τους λέμε».
«Φοβούνται γιατί δεν
μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται. Νομίζουν ότι η σκέψη θα τους πάει
μπροστά».
«Μα δεν χρειάζεται να
σκέφτονται, πρέπει απλώς να υπακούουν. Ο Φύρερ σκέφτεται για όλους μας».
Ένα βιβλίο με ποικίλους συμβολισμούς, αποτελεί μια αποκάλυψη και παράλληλα μια κατάρριψη του μύθου ότι όλοι οι Γερμανοί ήταν υπέρ του Χίτλερ. Υπήρχαν οικογένειες που ασφυκτιούσαν κάτω από αυτό το φασιστικό καθεστώς. Ελάχιστοι είχανε τη δύναμη να αντιδράσουν απέναντι του. Η πλειοψηφία είχε διαμορφώσει τη σκέψη, τα συναισθήματα, τη ζωή της από την προπαγάνδα, σαν να είχε υπνωτιστεί από αυτή... Άλλωστε ακριβώς αυτό υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου", μόνος απέναντι στην τρέλα εκείνης της εποχής.
«Η σκέψη είναι ελεύθερη», έλεγαν, αλλά θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι σ’ αυτό το κράτος ούτε καν η σκέψη δεν ήταν ελεύθερη. Έτσι δραπέτευαν όλο και συχνότερα στην ευτυχία της αγάπης τους. Ήταν σαν δυο εραστές που σε μια καταστροφική πλημμύρα, μέσα στα κύματα, ανάμεσα σε σπίτια που καταρρέουν και ζώα που πνίγονται, έχουν γαντζωθεί ο ένας πάνω στον άλλο και πιστεύουν ότι με τη δύναμη της αγάπης τους και της ένωσής τους θα αποφύγουν τον πνιγμό. Δεν είχαν καταλάβει ακόμα ότι σ’ αυτό τον πόλεμο δεν υπήρχε πια ιδιωτική ζωή. Δεν μπορούσες να κλειστείς στον εαυτό σου και να σωθείς. Κάθε Γερμανός ανήκε στο κοινωνικό σύνολο και μοιραζόταν το γερμανικό πεπρωμένο – σαν τις βόμβες που πλήθαιναν μέρα με τη μέρα κι έπεφταν αδιακρίτως επί δικαίους και αδίκους»
Βερολίνο 1940. Ο Fallada περιγράφει την καθημερινή ζωή των Γερμανών πολιτών, και την αντίσταση που πρόβαλαν στον ναζισμό κάποιοι -λίγοι- απόλυτα συνηθισμένοι άνθρωποι. Κάποιοι είχαν τη ψυχή, τη δύναμη, τη ψυχραιμία να καταλάβουν τον παραλογισμό και να τον αντικρούσουν. Προβάλλει τις ανασφάλειες, τις φοβίες τους, τη μοναξιά, το διχασμό για το αν θα άξιζε αυτή η αντίδραση... Κάποιες στιγμές είναι σαν να κλείνει το μάτι στο σήμερα.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κοιτάζοντας το πορτρέτο του Χίτλερ, και παρατηρώντας τον σε εικόνες εκείνης της εποχής, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς το φαιδρό του πράγματος. Αυτή η καρικατούρα υπήρξε ένας από τους πιο ισχυρούς και σχιζοφρενείς ηγέτες της ιστορίας, που κατάφερε να παρασύρει μια ολόκληρη ήπειρο στην καταστροφή και στον όλεθρο.
«Το θέμα
είναι ότι αντισταθήκατε στο κακό. Και ότι δεν γίνατε και εσείς κακός. Εσείς κι
εγώ, και όλοι εδώ μέσα, και πάρα πολλοί ακόμα σ’ άλλες φυλακές, και οι δεκάδες
χιλιάδες στα στρατόπεδα – εξακολουθούν να αντιστέκονται, σήμερα, αύριο…»
«Ναι και θα μας
σκοτώσουν όλους, και τι θα έχουμε καταφέρει με την αντίστασή μας;»
«Θα έχουμε καταφέρει
πολλά, γιατί θα έχουμε διατηρήσει την αξιοπρέπειά μας μέχρι να πεθάνουμε. Αλλά
και ο λαός θα σωθεί από τη θέληση των δικαίων, όπως γράφει η Βίβλος. Ασφαλώς
και θα ήταν εκατό φορές καλύτερα, αν είχαμε έναν άνθρωπο να μας πει: «Πρέπει να
κάνετε αυτό κι αυτό, έτσι έχει το σχέδιο μας». Αλλά αν υπήρχε ένας τέτοιος
άνθρωπος στη Γερμανία, δεν θα φτάναμε ποτέ στο 1933. Γι’ αυτό και αναγκαστήκαμε
να δράσουμε μόνοι μας, και μόνους μας μάς συνέλαβαν, και καθένας από εμάς
πρέπει να πεθάνει μόνος του. Κι όμως, Κβάνγκελ, τελικά δεν είμαστε μόνοι μας,
και ο θάνατος μας δεν θα είναι μάταιος. Υπάρχει κάποιος λόγος για οτιδήποτε
συμβαίνει στον κόσμο, και από τη στιγμή που αγωνιζόμαστε υπέρ της δικαιοσύνης
και ενάντια στην ωμή βία, στο τέλος θα βγούμε νικητές».
«Και τι σημασία θα
έχει πια για μας, αφού θα έχουμε πεθάνει;»
«Τι είναι αυτά που
λέτε, Κβάνγκελ! Προτιμάτε να ζήσετε με την αδικία παρά να πεθάνετε για την
δικαιοσύνη; Μα δεν υπάρχει άλλη επιλογή, ούτε για εσάς ούτε για μένα. Επειδή
είμαστε αυτοί που είμαστε, πήραμε αυτό τον δρόμο».
Αυτοί οι δύο άνθρωποι, οι ήρωες του βιβλίου, ο Ότο και η Άννα Κβάνγκελ, έζησαν κάποτε. Η διαμαρτυρία τους δεν ακούστηκε, δεν έγινε γνωστή. Θυσίασαν την ίδια τους τη ζωή, δίχως να κερδίσουν κάτι. Προφανώς όμως κάτι πρέπει να σημαίνει το ότι μιλάμε σήμερα για εκείνους..., ότι εξαιτίας τους συνειδητοποιούμε πως αξίζει να αντιστέκεσαι ακόμη και όταν φαίνεται να μην υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης. Τελικά τους δικαίωσε η ίδια η ιστορία και το τέλος του Χίτλερ.
Ο Primo Levi, συγγραφέας του εξαιρετικού, κλασσικού πλέον, αυτοβιογραφικού βιβλίου "Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος" χαρακτήρισε το "Μόνος στο Βερολίνο" ως ένα από τα καλύτερα βιβλία για τη γερμανική αντίσταση κατά του ναζισμού. Σίγουρα αυτά τα δυο βιβλία αξίζει να διαβαστούν από όλους μας.