« (...) Τι
θα θέλατε να είσαστε αν δεν ήσασταν αυτό που είσαστε;»
Κι
εσύ θα απαντήσεις:
«Μια πυγολαμπίδα».
Το
άλλο πρωί στον ουρανό ένα φτερωτό έντομο ανοιγοκλείνει με χάρη τα φτερά του. Χαίρεται.
Όχι για πολύ. Κάποια στιγμή εγκαταλείπει τον ουρανό για να βρεθεί στη γη και να
ζευγαρώσει με το ταίρι του. Η αρσενική πυγολαμπίδα πεθαίνει αμέσως μετά το
ζευγάρωμα, η θηλυκιά ζει άλλες δυο μέρες, ίσα ίσα για να γεννήσει και να
ζεστάνει τα αυγά της. Ύστερα σβήνει κι αυτή. Έτσι γίνεται με τις πυγολαμπίδες.
Ονειρεύτηκα
πως ήμουν πυγολαμπίδα που ονειρευόταν πως ήμουν εγώ. Κοίταξέ με. Δες το φως που
τα φωτοκύτταρά μου εκπέμπουν. Δες πόσο όμορφος είναι ο ουρανός. Φτερουγίζω. Χρυσαφένιο
φως ξεχύνεται μέσα από την κοιλιά μου. Πράσινο εκτυφλωτικό χρώμα βάφεται ο
ουρανός. Φωσφορίζω. Κάτω στη γη, μέσα στις φυλλωσιές, σηκώνεις το κεφάλι σου
και με βλέπεις. Με επιθυμείς. Ανάβεις κι εσύ το πράσινο φως, μου στέλνεις το
ερωτικό σινιάλο. Δεν έπρεπε να κοιτάξω χάμω. Ξελογιάζομαι. Ψυχή μου,
τρελαίνομαι για σένα. Καίγομαι. Δεν τον θέλω άλλο τον ουρανό. Εσένα θέλω. Αγαπώ
και πεθαίνω είναι ένα και το αυτό.
(...)
(...)
Τι
να σου κάνουν οι φτωχές πυγολαμπίδες σε τέτοιους μικρόψυχους καιρούς;»
Απόσπασμα (που ξεχώρισα) από το βιβλίο :
Φ. Τσαλίκογλου, Το χάρισμα της Βέρθας, Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 91-92.