4 Μαρτίου 2013

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται



Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται. Άπαξ, που λένε. Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος.

Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;

Έτσι, μ' αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος. Γιατί δε ζούμε... κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ανάγκες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.

Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...

Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ' αφήσαμε, γι' αυτό το αύριο, που δεν θα 'ρθει ποτέ...

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως: Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας. Όμως, τ' αφήσαμε για αύριο.

Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.

Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ' τη ζωή μας, χαιρόμαστε! Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης- θάνατο! Διότι, αυτός είναι θάνατος!

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.

Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει...

Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το "όχι", με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει; "Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει"...

Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια... -



* Αν δεν έχεις διάθεση ή χρόνο να διαβάσεις το κείμενο, πάτησε το play στο βίντεο για να ακούσεις τον Χρόνη Μίσσιο καθώς το διαβάζει. *

25 Φεβρουαρίου 2013

ελεύθερα πλάσματα


 Σε λίγο καιρό τα μόνα ελεύθερα πλάσματα σε αυτή την πόλη
θα είναι αποκλειστικά οι αδέσποτες, αλήτικες γάτες.



Θα ήθελα να ήμουν μια από αυτές. Να αλώνιζα καθημερινά στην Πλάκα.
Να ζούσα σε ένα παλιό νεοκλασικό. Τις μέρες με τη ζέστη ν' άραζα στο μικρό κήπο και μόλις θα δρόσιζε, να καθόμουν στο ανοικτό παράθυρο του υπνοδωματίου και να χάζευα τους περαστικούς. Θα κοίταζα έτσι αφ' υψηλού τους αγνώστους και θα λυπόμουν όσους ανθρώπους θα περνούσαν τόσο αγχωμένοι και πιεσμένοι μέχρι θανάτου. Θα σκεφτόμουν πόσο τυχερή θα ήμουν που θα είχα γεννηθεί γάτα και όχι άνθρωπος. Εγώ θα ζούσα κάθε μέρα με χαρά, ξεγνοιασιά και ακριβώς όπως γουστάρω. Όποτε ήθελα θα έτρωγα, όποτε ήθελα θα κοιμόμουν, όποτε ήθελα θα βόλταρα, όποτε ήθελα θα καθόμουν στην αγκαλιά του αφεντικού για να με χαϊδέψει λίγο, όποτε δε θα είχα διάθεση, απλώς θα απομακρυνόμουν και θα άραζα σε μια γωνιά, όπου κανείς και για κανέναν λόγο δε θα ερχόταν για να με ενοχλήσει. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα σέβονταν την ελευθερία μου. Άλλωστε αυτός θα ήταν ένας από τους λόγους που θα με αγαπούσαν. Γιατί θα τους υπενθύμιζα το δικό τους λάθος τρόπο ζωής, τη δική τους χαμένη ελευθερία. 

19 Φεβρουαρίου 2013

Γύριζε, Κωστής Παλαμάς



Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). 
Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στο κέντρο: K. Παλαμάς.


“Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δέ θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γή, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·
Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!”

Κωστής Παλαμάς
(Ποιητική συλλογή “Η Πολιτεία και η Μοναξιά”)


Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε το 1908 από τον Κωστή Παλαμά, όπου περιγράφει με δραματικό τρόπο την απόγνωση του για την κατάντια της χώρας.

Στην αρχή του 20ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεοκοπημένη, ταπεινωμένη και διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά. Μόλις στεκόταν στα πόδια της με την οικονομική “βοήθεια”-με το αζημίωτο φυσικά- των ξένων, στους οποίους είχε ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας ταλαιπωρημένος λαός, που πολιτικάντηδες δημαγωγοί εύκολα τον έσερναν από τη μύτη- συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό. 

Έπειτα θα ακολουθούσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), ένας βαθύτατος Εθνικός Διχασμός (1915-1922), η Μικρασιατική Καταστροφή (1922), η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η Μεγάλη Ύφεση. Πρόσφυγες, Δικτατορίες, ένας οδυνηρός Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας ακόμη πιο θλιβερός Εμφύλιος πόλεμος..

Related Posts with Thumbnails