25 Μαΐου 2011

έχει ένα ελάττωμα: μπορεί να σκέφτεται



Γερμανικό Πολεμικό Βιβλίο

Ανάμεσα στους υψηλά ιστάμενους
Το θεωρούν ταπεινό να μιλούν για φαγητό
η αλήθεια είναι αυτή: πάντα έχουν φάει κιόλας.

Οι ταπεινοί θα αποχωρήσουν από αυτό τον κόσμο
χωρίς να έχουν γευτεί ποτέ καλό κρέας

Καθώς αναρωτιούνται από που έρχονται
και που πηγαίνουν,
οι ωραίες βραδιες τους βρίσκουν πολύ εξαντλημένους

Δεν πρόλαβαν να δουν
τα βουνά και τον ωκεανό
και ο καιρός τους έχει περάσει ήδη.

Αν οι ταπεινοί δε σκέφτονται αυτό που είναι ταπεινό
ποτέ δεν θα σηκωθούν.

Το κρέας έγινε άγνωστο. Χαμένος πήγε
ο ιδρώτας του λαού που χύθηκε.
Τις δάφνες στα άλση τις κλάδεψαν.
Από τις καμινάδες των εργοστασίων των όπλων βγαίνει καπνός.

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί.
Οι έμποροι φωνάζουν για αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν. Τώρα, πεινούν οι εργαζόμενοι.

Αυτοί που παίρνουν το ψωμί από το τραπέζι
μας διδάσκουν να ευχαριστιόμαστε με τα λίγα.
Εκείνοι που γι’ αυτούς προορίζεται η πλούσια διανομή
ζητούν θυσίες.

Εκείνοι που τρώνε μέχρι σκασμού μιλούν στους πεινασμένους
για τους ωραίους καιρούς που θα έρθουν.
Εκείνοι που οδηγούν τη χώρα στην άβυσσο
λένε πως η διακυβέρνηση μιας χώρας
είναι πολύ δύσκολη για τους κοινούς ανθρώπους.

Οι απλοί άνθρωποι ξέρουν
ότι έρχεται ο πόλεμος:
Όταν οι ηγέτες βρίζουν τον πόλεμο
και η εντολή για επιστράτευση έχει ήδη δοθεί.

Ο πόλεμος που έρχεται
δεν είναι ο πρώτος. Υπήρξαν άλλοι πόλεμοι πριν απ’ αυτόν.
Όταν ο τελευταίος τέλειωσε
υπήρχαν νικητές και ηττημένοι.
Ανάμεσα στους ηττημένους οι κοινοί άνθρωποι πεινούσαν.
Ανάμεσα στους νικητές οι κοινοί άνθρωποι πεινούσαν κι αυτοί.

Στρατηγέ, το άρμα μάχης είναι δυνατό όχημα.
Συντρίβει δάση και συνθλίβει εκατοντάδες ανθρώπους,
αλλά έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται οδηγό.

Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι ισχυρό.
Πετά πιο γρήγορα και από θύελλα και
αντέχει περισσότερο κι από ελέφαντα.
Αλλά έχει μια ατέλεια: χρειάζεται μηχανικό.

Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι πολύ χρήσιμος.
Μπορεί να πετάξει και μπορεί να σκοτώσει.
Αλλά έχει ένα ελάττωμα: μπορεί να σκέφτεται


23 Μαΐου 2011

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων


Κώστας Καρυωτάκης

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει 
Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Κ.Καρυωτάκη


Μια προσέγγιση στο ποίημα


Το ποίημα του Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» ανήκει στη συλλογή "Νηπενθή" (1921). Ο ποιητής θέλησε μέσω αυτού του ποιήματος να αποδώσει ένα φόρο τιμής σε όλους τους αδικημένους ποιητές, που δεν τιμήθηκαν όπως άξιζαν.

Η ποίηση του Καρυωτάκη πρόβαλλε την κοινωνική ευθύνη του ποιητή ως πνευματικού ατόμου, το οποίο συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον του. Όσον αφορά την τεχνοτροπία του Καρυωτάκη στο συγκεκριμένο ποίημα, είναι επηρεασμένη από το γαλλικό συμβολισμό. Είναι ρεαλιστής και έντονα πεσιμιστής. Ο χαμηλόφωνος ρεαλισμός, η αίσθηση της πίκρας και της απογοήτευσης είναι διάχυτα στο ποίημα.

Το συγκεκριμένο ποίημα είναι μια μπαλάντα, καθώς αποτελείται από τρεις ισόστιχες στροφές και ένα «στάσιμο», το οποίο έχει το μισό αριθμό των στίχων κάθε στροφής. Το ποίημα ακολουθεί μια αυστηρά έμμετρη ποίηση, με ιαμβικό ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Επίσης, έχει την έννοια ενός διηγηματικού ποιήματος. O ποιητής χρησιμοποιεί δημοτική γλώσσα, αλλά και αρκετές λόγιες λέξεις. Ουσιαστικά ο Καρυωτάκης παρέμεινε στο μεταίχμιο μεταξύ της καθαρεύουσας και της δημοτικής.

Ο ποιητής μέσα από το συγκεκριμένο έργο, εκφράζει την άποψη του για την ποιητική τέχνη και τον ποιητή. Ο Καρυωτάκης θλίβεται για τους ποιητές που δεν έτυχαν κάποιας ιδιαίτερης τιμής για το έργο τους και ζούνε «από θεούς και από ανθρώπους μισημένοι». Ο ποιητής αφιερώνει τη μπαλάντα του στους «ποιητές άδοξοι που’ναι», οι οποίοι δεν αξιώθηκαν να τους χαριστεί η αθανασία μέσω των έργων τους, όπως ο Πόε και ο Μπωντλαίρ, αλλά αντίθετα κανένας «δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ». Σύμφωνα με τη Χ. Ντουνιά, το ποίημα του Καρυωτάκη μπορεί να διαβαστεί και σαν πρόβλεψη για τους ποιητές της γενιάς του Καρυωτάκη (π.χ. Λαπαθιώτης, Πολυδούρη, Φιλύρας). Καθώς «ο Πόε, ο Μπωντλαίρ και οι ‘καταραμένοι ποιητές’ αντιμετώπισαν την κοινωνική απόρριψη, αλλά κέρδισαν την καλλιτεχνική δικαίωση. Οι μακρινοί απόγονοί τους έμελλε να γνωρίσουν μόνο την ‘καταφρόνια’» .

Η επανάληψη στη φράση «άδοξοι που’ναι» δείχνει την επιθυμία του Καρυωτάκη να τονίσει τη βαθιά του απογοήτευση για την μοίρα των ποιητών της γενιάς του. Ο ίδιος αναλαμβάνει να τους τραβήξει από την αφάνεια ενώ «την ίδια στιγμή αξιώνει την ίδια προοπτική». Στην κατακλείδα του έργου του, αυτοσαρκάζεται και ο ίδιος, καθώς μιλάει για τους άδοξους, ελάσσονες ποιητές, εντάσσοντας και τον εαυτό του στους ποιητές αυτούς: «Ποιος άδοξος ποιητής, θέλω να πούνε, την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ναι;». Εδώ αξίζει να αναφερθεί ο προβληματισμός του Μπενάτση, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκείνο που διαφαίνεται από τη φράση αυτή είναι η «πίστη του αφηγητή ότι το έργο του δεν είναι ασήμαντο και ότι αξίζει να αναγνωριστεί. Αυτή η πίστη που δεν εκφράζεται ρητά στο κείμενο, αλλά υπάρχει στη σκέψη του ποιητικού υποκειμένου αποτελεί το πολύτιμο μυστικό του».


Ο Καρυωτάκης δεν ενδιαφέρεται για το ρόλο του ποιητή ως προφήτη, ούτε για το αν θα μπορούσε η ποίηση του να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Αυτό που τον απασχολεί είναι η σπουδαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, «υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητα της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής». Επιπλέον, η ποίηση του Καρυωτάκη έχει μια ειρωνική χροιά, η οποία όμως υποκρύπτει ένα σαρκασμό γεμάτο καταφρόνηση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. Η γενιά των ποιητών της γενιάς του Καρυωτάκη συνδέεται αναπόφευκτα με τον πεσιμισμό, τον οποίο βίωσε η Ελλάδα μετά την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας».


Ο Καρυωτάκης απευθύνεται προς τους μελλοντικούς καιρούς, με την σωρεία άδοξων ποιητών, «διεκδικώντας αυτός το όνομά του, την ‘άδοξη’ (ποιητική) του ύπαρξη για το μέλλον».


Βιβλιογραφία:
Αγγελάτος ΔΔιάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Σοκόλης, Αθήνα, 1994.
Μαρωνίτης Δ.Ν., 'Οροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Κέδρος, Αθήνα, 1980.
Μπενάτσης Α., «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…» στο Κώστα Καρυωτάκης, Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.

Ντουνιά Χ, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Αθήνα 2000, Καστανιώτης
Παπάζογλου Χ., Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988
Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996

22 Μαΐου 2011

τάδε έφη... Γιάννης Αγγελάκας



"Μακάρι να πτωχεύσουμε. Είναι μια ευκαιρία να μηδενίσουμε το κοντέρ. 
Να ξυπνήσουν μέσα μας αντανακλαστικά, να ζητήσουμε άλλους πολιτικούς, άλλο ήθος, άλλη Βουλή."

"Ας ξυπνήσει λίγο και η αλληλεγγύη μας. Πιστεύω ότι εμείς θα βρίσκαμε τον τρόπο να σταθούμε στα πόδια μας. Θα στήριζε ο ένας τον άλλον. Τη μεγαλύτερη ζημιά θα την πάθαιναν οι τράπεζες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και τα τζάκια –όλοι αυτοί που μας κυβερνάνε. Τον εαυτό τους τρέχουν να σώσουν τώρα, όχι εμάς."

"Μα ναι, έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Αυτό είναι σίγουρο. Είμαστε μια κοινωνία ηλίθια, ατομιστική και μισαλλόδοξη. Ο καθένας το αμάξι του, το παιδί του, τις δουλειές του, την πάρτη του… Δε λειτουργεί έτσι ρε παιδιά! Πρέπει να φτάσουμε στον γκρεμό για να το καταλάβουμε; …Σκέφτομαι καμιά φορά πόσο υποκριτής είναι ο λαός. Ας πούμε, όλη η Ελλάδα ξέρει ότι ο τάδε πρωθυπουργός ή ο τάδε δήμαρχος είναι ομοφυλόφιλος. Το συζητάνε στα σπίτια, στα καφενεία, παντού. Εάν όμως ο τάδε δήμαρχος ή ο τάδε πρωθυπουργός έβγαινε και έλεγε ότι «ναι, είμαι ομοφυλόφιλος», την άλλη μέρα θα είχε εξαφανιστεί από το πολιτικό σύστημα. Κανείς δε θα τον ψήφιζε. Μπορεί να είναι μια λεπτομέρεια λίγο πιπεράτη αυτό που λέω, αλλά δείχνει την υποκρισία μας."

Όλη η συνέντευξη στο alltogethernow.gr

21 Μαΐου 2011

Did you know the BOOK?



Welcome to the experience of BOOK...


Ένα εξαιρετικά καυστικό βιντεάκι, για να μη ξεχάσουμε (ή για να θυμηθούμε ξανά) τι εστί 'βιβλίο'..
Related Posts with Thumbnails