Κώστας Καρυωτάκης
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει
Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Κ.Καρυωτάκη
Μια προσέγγιση στο ποίημα
Το ποίημα του Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» ανήκει στη συλλογή "Νηπενθή" (1921). Ο ποιητής θέλησε μέσω αυτού του ποιήματος να αποδώσει ένα φόρο τιμής σε όλους τους αδικημένους ποιητές, που δεν τιμήθηκαν όπως άξιζαν.
Η ποίηση του Καρυωτάκη πρόβαλλε την κοινωνική ευθύνη του ποιητή ως πνευματικού ατόμου, το οποίο συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον του. Όσον αφορά την τεχνοτροπία του Καρυωτάκη στο συγκεκριμένο ποίημα, είναι επηρεασμένη από το γαλλικό συμβολισμό. Είναι ρεαλιστής και έντονα πεσιμιστής. Ο χαμηλόφωνος ρεαλισμός, η αίσθηση της πίκρας και της απογοήτευσης είναι διάχυτα στο ποίημα.
Το συγκεκριμένο ποίημα είναι μια μπαλάντα, καθώς αποτελείται από τρεις ισόστιχες στροφές και ένα «στάσιμο», το οποίο έχει το μισό αριθμό των στίχων κάθε στροφής. Το ποίημα ακολουθεί μια αυστηρά έμμετρη ποίηση, με ιαμβικό ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Επίσης, έχει την έννοια ενός διηγηματικού ποιήματος. O ποιητής χρησιμοποιεί δημοτική γλώσσα, αλλά και αρκετές λόγιες λέξεις. Ουσιαστικά ο Καρυωτάκης παρέμεινε στο μεταίχμιο μεταξύ της καθαρεύουσας και της δημοτικής.
Ο ποιητής μέσα από το συγκεκριμένο έργο, εκφράζει την άποψη του για την ποιητική τέχνη και τον ποιητή. Ο Καρυωτάκης θλίβεται για τους ποιητές που δεν έτυχαν κάποιας ιδιαίτερης τιμής για το έργο τους και ζούνε «από θεούς και από ανθρώπους μισημένοι». Ο ποιητής αφιερώνει τη μπαλάντα του στους «ποιητές άδοξοι που’ναι», οι οποίοι δεν αξιώθηκαν να τους χαριστεί η αθανασία μέσω των έργων τους, όπως ο Πόε και ο Μπωντλαίρ, αλλά αντίθετα κανένας «δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ». Σύμφωνα με τη Χ. Ντουνιά, το ποίημα του Καρυωτάκη μπορεί να διαβαστεί και σαν πρόβλεψη για τους ποιητές της γενιάς του Καρυωτάκη (π.χ. Λαπαθιώτης, Πολυδούρη, Φιλύρας). Καθώς «ο Πόε, ο Μπωντλαίρ και οι ‘καταραμένοι ποιητές’ αντιμετώπισαν την κοινωνική απόρριψη, αλλά κέρδισαν την καλλιτεχνική δικαίωση. Οι μακρινοί απόγονοί τους έμελλε να γνωρίσουν μόνο την ‘καταφρόνια’» .
Η επανάληψη στη φράση «άδοξοι που’ναι» δείχνει την επιθυμία του Καρυωτάκη να τονίσει τη βαθιά του απογοήτευση για την μοίρα των ποιητών της γενιάς του. Ο ίδιος αναλαμβάνει να τους τραβήξει από την αφάνεια ενώ «την ίδια στιγμή αξιώνει την ίδια προοπτική». Στην κατακλείδα του έργου του, αυτοσαρκάζεται και ο ίδιος, καθώς μιλάει για τους άδοξους, ελάσσονες ποιητές, εντάσσοντας και τον εαυτό του στους ποιητές αυτούς: «Ποιος άδοξος ποιητής, θέλω να πούνε, την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ναι;». Εδώ αξίζει να αναφερθεί ο προβληματισμός του Μπενάτση, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκείνο που διαφαίνεται από τη φράση αυτή είναι η «πίστη του αφηγητή ότι το έργο του δεν είναι ασήμαντο και ότι αξίζει να αναγνωριστεί. Αυτή η πίστη που δεν εκφράζεται ρητά στο κείμενο, αλλά υπάρχει στη σκέψη του ποιητικού υποκειμένου αποτελεί το πολύτιμο μυστικό του».
Ο Καρυωτάκης δεν ενδιαφέρεται για το ρόλο του ποιητή ως προφήτη, ούτε για το αν θα μπορούσε η ποίηση του να κάνει καλύτερο τον κόσμο. Αυτό που τον απασχολεί είναι η σπουδαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, «υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητα της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής». Επιπλέον, η ποίηση του Καρυωτάκη έχει μια ειρωνική χροιά, η οποία όμως υποκρύπτει ένα σαρκασμό γεμάτο καταφρόνηση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. Η γενιά των ποιητών της γενιάς του Καρυωτάκη συνδέεται αναπόφευκτα με τον πεσιμισμό, τον οποίο βίωσε η Ελλάδα μετά την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο Καρυωτάκης απευθύνεται προς τους μελλοντικούς καιρούς, με την σωρεία άδοξων ποιητών, «διεκδικώντας αυτός το όνομά του, την ‘άδοξη’ (ποιητική) του ύπαρξη για το μέλλον».
Βιβλιογραφία:
Αγγελάτος Δ, Διάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Σοκόλης, Αθήνα, 1994.
Μαρωνίτης Δ.Ν., 'Οροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Κέδρος, Αθήνα, 1980.
Μπενάτσης Α., «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…» στο Κώστα Καρυωτάκης, Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
Ντουνιά Χ, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Αθήνα 2000, Καστανιώτης
Παπάζογλου Χ., Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988
Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996