«Μια μέρα του 1893 ο Πιέρ Μπονάρ είδε μια κοπέλα να κατεβαίνει από ένα τραμ του Παρισιού και, γοητευμένος από τη χλομή, εύθραυστη ομορφιά της, την ακολούθησε μέχρι τη δουλειά της, σ’ ένα γραφείο τελετών, όπου περνούσε τις μέρες της κεντώντας μαργαριτάρια πάνω σε νεκρώσιμες γιρλάντες. Έτσι, ο θάνατος τύλιξε από την πρώτη στιγμή τη μαύρη του κορδέλα γύρω από τη ζωή τους...
Σύντομα ο Πιέρ έκανε τη γνωριμία – υποθέτω ότι αυτά τα πράγματα διεκπεραιώνονταν με άνεση και υπεροψία στην Μπελ Επόκ – και λίγο αργότερα εκείνη παράτησε τη δουλειά της και καθετί άλλο στη ζωή της και πήγε να ζήσει μαζί του..
Του είπε ότι την έλεγαν Μαρτ ντε Μελινί κι ότι ήταν δεκαέξι χρονών. Στην πραγματικότητα, κάτι που εκείνος θα ανακάλυπτε πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα, όταν επιτέλους αξιώθηκε να την παντρευτεί, το αληθινό της όνομα ήταν Μαρία Μπρουσέν κι όταν την είχε γνωρίσει, δεν ήταν δεκαέξι αλλά γύρω στα εικοσι πέντε, όπως κι εκείνος..
Έμελλε να μείνουν μαζί, στις χαρές και στις λύπες, ή καλύτερα, στις λύπες και στις πιο μεγάλες λύπες, μέχρι το θάνατο της, σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα.
Έμελλε να μείνουν μαζί, στις χαρές και στις λύπες, ή καλύτερα, στις λύπες και στις πιο μεγάλες λύπες, μέχρι το θάνατο της, σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα.
Ο Ταντέ Νατανσόν, ένας από τους πρώτους πατρόνες του Μπονάρ, σε ένα χρονικό για το ζωγράφο, περιγράφει με γρήγορες, ιμπρεσσιονιστικές πινελιές τη νεραϊδίσια Μαρτ,
..μιλώντας για το αγριωπό της βλέμμα πουλιού, τα περπατήματα της, στις μύτες των ποδιών. Ήταν κρυψίνους, ζηλιάρα, νοσηρά κτητική, υπέφερε από μανία καταδίωξης και ήταν μια φοβερή κι αμετανόητη υποχονδριακή.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Η θάλασσα", του Τζων Μπανβιλ, εκδόσεις Καστανιώτη
και πίνακες του Pierre Bonnard (1867-1947)..μιλώντας για το αγριωπό της βλέμμα πουλιού, τα περπατήματα της, στις μύτες των ποδιών. Ήταν κρυψίνους, ζηλιάρα, νοσηρά κτητική, υπέφερε από μανία καταδίωξης και ήταν μια φοβερή κι αμετανόητη υποχονδριακή.
Το 1927, ο Μπονάρ αγόρασε ένα σπίτι, το Λε Μποσκέ, στη μικρή, απρόσωπη κωμόπολη Λε Κανέ της Κυανής Ακτής, όπου έζησε με τη Μαρτ, δεμένος μαζί της σε μια συχνά βασανιστική απομόνωση, μέχρι το θάνατο της, δεκαπέντε χρόνια μετά....
Στο Λε Μποσκέ εκείνη απόκτησε τη συνήθεια να μένει στην μπανιέρα της με τις ώρες κι εκεί τη ζωγράφισε ο Μπονάρ, ξανά και ξανά, συνεχίζοντας τη σειρά ακόμα και αφού αυτή είχε πεθάνει. Τα Λουτρά αποτελούν τη θριαμβευτική κορύφωση του έργου της ζωής του.
Στο Λε Μποσκέ εκείνη απόκτησε τη συνήθεια να μένει στην μπανιέρα της με τις ώρες κι εκεί τη ζωγράφισε ο Μπονάρ, ξανά και ξανά, συνεχίζοντας τη σειρά ακόμα και αφού αυτή είχε πεθάνει. Τα Λουτρά αποτελούν τη θριαμβευτική κορύφωση του έργου της ζωής του.
Στον πίνακα Γυμνό στο λουτρό, με σκυλάκι, που άρχισε το 1941, ένα χρόνο πριν από το θάνατο της Μαρτ και που δεν ολοκλήρωσε παρά το 1946, εκείνη κείτεται εκεί, ροδαλή, μοβ, χρυσαφένια, μια θεά που επιπλέει στον κόσμο, ανάλαφρη, διαχρονική, εξίσου νεκρή όσο και ζωντανή, ενώ δίπλα της, στα πλακάκια, είναι κουλουριασμένο το μικρό καφέ σκυλί της, το δικό της, ένα ντάσχουντ νομίζω, άγρυπνο πάνω στο χαλάκι του ή μπορεί να μην είναι χαλάκι μα ένα τετράγωνο κομμάτι ηλιόφωτος που πέφτει από ένα αθέατο παράθυρο..»
Απόσπασμα από το βιβλίο "Η θάλασσα", του Τζων Μπανβιλ, εκδόσεις Καστανιώτη
Βίντεο με έργα του P. Bonnard