Πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα το βιβλίο «Η εποχή των καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφόρησε το 1992, και θεωρείται από το συγγραφέα ως το πλέον αυτοβιογραφικό του. Αυτό ήταν το τελευταίο βιβλίο που διάβασα ακριβώς στο τέλος του προηγούμενου έτους (2017), στις μέρες των γιορτών των Χριστουγέννων, όπως φαίνεται από τη φωτογραφία.
Νομίζω ότι ο τίτλος ήταν το πρώτο πράγμα που με κέντρισε για να το επιλέξω. Διαβάζοντας το, ένιωσα έντονα την αλλαγή εποχής. Είναι εμφανής η διαφορετικότητα του "τότε" συγκριτικά με το "σήμερα". Μια εποχή εντελώς άλλη, σαν ένα παράλληλο σύμπαν, πραγματικό παρελθόν. Και όμως έχει ενδιαφέρον να διαπιστώνεις τη μοναξιά και τη κενότητα που και τότε αισθάνονταν οι άνθρωποι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πιο ανέμελης εποχής του χρόνου, της διάρκειας των καλοκαιρινών τους διακοπών.
Ο ήρωας, που είναι και ο αφηγητής, περνά τις διακοπές του οικογενειακά στην ακτή του Μαραθώνα. Το γιασεμί, η υγρασία, η μυρωδιά του καφέ. Ή οικογενειακή θαλπωρή και μια συνεχόμενη αίσθηση νοσταλγίας. Ξέγνοιαστα καλοκαίρια περασμένων εποχών, μα ο πόνος και ο φόβος της μοναξιάς έντονα υπαρκτός και τότε. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο βιβλίο ταιριάζει να διαβαστεί καλύτερα το καλοκαίρι, όπου ίσως ταυτίζεσαι καλύτερα με την ακινησία και ραθυμία της εποχής.
«Το’ λεγε η μάνα μου. Έτσι και μεσιάσει η ζωή και τελειώσουν οι ψευτιές και οι παραπανίσιες κουβέντες, έρχεται η εποχή των καφέδων. Πικροί, γλυκεροί, νερομπούλια, όλων των ειδών οι ιστορίες που άφησε λειψές… Κι ο καφές βοηθά. Βοηθητικός ήταν πάντα… Ένας φίλος σε ζουμί…»
Τη στιγμή που διάβαζα το βιβλίο δημοσίευσα μια φωτό στο page του blog στο Facebook
«Τα πιο πολλά από τα κεριά
είχαν λιώσει. Έκαιγαν πολλές ώρες. Οι φλόγες από τα κεριά γίνονταν περισσότερες
καθώς αντανακλούσαν πάνω στις πορσελάνες και στα μπρούτζινα προϊστορικά θηρία
που ήταν τοποθετημένα σε διάφορα σημεία. Θα πρέπει να είχαν μεταναστεύσει από
την Ασία. Γάτες με φολιδωτό δέρμα, οξειδωμένες, με αιχμηρά δόντια και μάτια
φιδιού. Τίγρεις με ανθρώπινη έκφραση και Σφίγγες με προτεταμένα ζυγωματικά,
χωρίς λαιμό, από μαύρο σίδερο. Οι πορσελάνες ήταν σερβίτσια του καφέ. Απλωμένα
παντού. Αλλά σε ασημένιους δίσκους κι άλλα αφημένα έτσι. Σαν να ξεχείλισαν οι
μπουφέδες κι έφτασαν ως τα πόδια μας. Έπρεπε να προσέχεις για να μην σπάσεις
κάτι. Μόνο ο καναπές είχε άνεση. Βούλιαζες, μπορούσες να ξαπλώσεις, να καθίσεις
σταυροπόδι. Όλα νοικοκυρεμένα, βαλμένα επίτηδες έτσι, με υστερική τάξη που να
μοιάζει αταξία.»
Γραφή ρεαλιστική και απλή, δίχως προσπάθεια εντυπωσιασμού, με έντονες εικόνες. Ο συγγραφέας αναπολεί, επιστρέφοντας στο παρελθόν και συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε μια έντονη μελαγχολία. Ο αφηγητής αποτελεί μέρος της πλοκής του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες του βιβλίου επιβιώνουν εν μέσω απωλειών και πόνου. Μια "προσγειωμένη" αφήγηση, που αν και διαδραματίζεται εν μέσω του καλοκαιριού, είναι γεμάτη με υπαρξιακές αναζητήσεις, τάσεις απομόνωσης και μια δυσκολία αντιμετώπισης της καθημερινότητας.
Η Εποχή των Καφέδων πρωτοκυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1992, έχοντας στο εξώφυλλο έργο του Τσέχου φωτογράφου Josef Koudelka. Αργότερα αντικαταστάθηκε από φωτογραφία του Κώστα Ορδόλη.
Κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις Εκδόσεις Διόπτρα, 2017