«Ο Πεσσόα ακούμπησε το ένα του μάγουλο στο μαξιλάρι και χαμογέλασε κουρασμένα. Αγαπητέ Αντόνιο Μόρα, είπε, η Περσεφόνη με καλεί στο βασίλειο της, ήρθε η ώρα να φύγω, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω αυτό το θέατρο εικόνων που ονομάζουμε ζωή μας, να ξέρατε πόσα πράγματα είδα με τα γυαλιά της ψυχής, είδα την Ασπίδα του Ωρίωνα, εκεί πάνω στο απέραντο διάστημα, περπάτησα με τα γήινα πόδια μου στον Σταυρό του Νότου, διέσχισα ατελείωτες νύχτες σαν φωτεινός κομήτης τους διαστρικούς χώρους της φαντασίας, την ηδονή και τον φόβο, και υπήρξα άντρας, γυναίκα, γέρος, κοριτσάκι, υπήρξα ο όχλος των μεγάλων μπουλβάρ στις πρωτεύουσες της Δύσης, υπήρξα ο πράος Βούδας της Ανατολής του οποίου ζηλεύουμε την ηρεμία και τη σοφία, υπήρξα ο εαυτός μου και πολλοί άλλοι, όλοι οι άλλοι που μπορούσα να είμαι, γνώρισα τιμές και ατιμίες, ενθουσιασμούς και καταρρεύσεις, διέσχισα ποτάμια και άβατα βουνά, παρατήρησα γαλήνια κοπάδια και δέχτηκα στο κεφάλι μου τον ήλιο και τη βροχή, υπήρξα γυναίκα καυλωμένη, υπήρξα γάτα που παίζει στο δρόμο, υπήρξα ήλιος και φεγγάρι, κι όλα αυτά γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. Τώρα όμως φτάνει, αγαπητές Αντόνιο Μόρα, έζησα τη ζωή μου σαν να ήταν χίλιες ζωές, έχω κουραστεί, το καντήλι μου σώθηκε, σας παρακαλώ, δώστε μου τα γυαλιά μου.
Ο Αντόνιο Μόρα διόρθωσε πάνω του το χιτώνα. Ο Προμηθέας τον πίεζε. Ω, αναφώνησε, θεϊκέ ουρανέ, άνεμοι φτερωτοί και γρήγοροι, πηγές των ποταμών, αμέτρητο χαμόγελο των θαλάσσιων κυμάτων, γη, οικουμενική μητέρα, εσάς επικαλούμαι, και τη σφαίρα του ήλιου που όλα τα βλέπει, κοιτάξτε τι υπομένω.
Ο Πεσσόα αναστέναξε. Ο Αντόνιο Μόρα πήρε τα γυαλιά από το κομοδίνο και του τα φόρεσε στο πρόσωπο. Ο Πεσσόα γούρλωσε τα μάτια και τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν πάνω στο σεντόνι. Η ώρα ήταν ακριβώς είκοσι και τριάντα.»
Νοέμβριος 1935. Ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα βρίσκεται ετοιμοθάνατος σ' ένα νοσοκομείο της Λισαβόνας. Στις τρεις μέρες της επιθανάτιας αγωνίας του δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια "πραγματική" ζωή. Συζητάει μαζί τους, ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους, συμφιλιώνεται με τα φαντάσματα μιας ολόκληρης ζωής, αναπληρώνοντας τη μοναξιά των τελευταίων στιγμών του με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αναπλήρωσε τη μοναξιά της ζωής του. Ένα μυθιστορηματικό και ταυτόχρονα βιογραφικό (παρότι πρόκειται για μια φανταστική βιογραφία) αφήγημα, στο οποίο ο Αντόνιο Ταμπούκι -γνωστός, μεταξύ άλλων, μελετητής και μεταφραστής του Πεσσόα- περιγράφει, με τρυφερότητα, πάθος και έντονη ποιητική διάθεση το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα.
Αντόνιο Ταμπούκι, Οι τρείς τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα, μφρ: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εικονογράφηση: Júlio Pomar, Άγρα, 1999
Αναρτήσεις για τον Α.Ταμπούκι :
Antonio Tabucchi, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, εκδ. Άγρα, 2010
Τάδε έφη...Αντόνιο Ταμπούκι
λίστα βιβλίων II
Νοέμβριος 1935. Ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα βρίσκεται ετοιμοθάνατος σ' ένα νοσοκομείο της Λισαβόνας. Στις τρεις μέρες της επιθανάτιας αγωνίας του δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια "πραγματική" ζωή. Συζητάει μαζί τους, ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους, συμφιλιώνεται με τα φαντάσματα μιας ολόκληρης ζωής, αναπληρώνοντας τη μοναξιά των τελευταίων στιγμών του με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αναπλήρωσε τη μοναξιά της ζωής του. Ένα μυθιστορηματικό και ταυτόχρονα βιογραφικό (παρότι πρόκειται για μια φανταστική βιογραφία) αφήγημα, στο οποίο ο Αντόνιο Ταμπούκι -γνωστός, μεταξύ άλλων, μελετητής και μεταφραστής του Πεσσόα- περιγράφει, με τρυφερότητα, πάθος και έντονη ποιητική διάθεση το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα.
Αντόνιο Ταμπούκι, Οι τρείς τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα, μφρ: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εικονογράφηση: Júlio Pomar, Άγρα, 1999
Αναρτήσεις για τον Α.Ταμπούκι :
Antonio Tabucchi, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, εκδ. Άγρα, 2010
Τάδε έφη...Αντόνιο Ταμπούκι
λίστα βιβλίων II