16 Μαρτίου 2010

o Nicola Piovani στην Αθήνα..


Ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς, ο συνθέτης της μουσικής για την ταινία «La vita e bella» (η Ζωή είναι Ωραία), βραβευμένος με οσκαρ μουσικής, Nicola Piovani, θα δώσει μια και μοναδική συναυλία την Πέμπτη 29 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Το Nicola Piovani τον συνδέουν πολλές μνήμες με την Ελλάδα και την ελληνική μουσική, καθώς δάσκαλός του ήταν ο Χατζιδάκις, o οποίος του έμαθε την τέχνη και την τεχνική της σύνθεσης.

Στην Αθήνα σ’ αυτή τη μοναδική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής θα συνοδεύεται από 5μελή μπάντα και θα ερμηνεύσει τις πιο γνωστές συνθέσεις του από τη μεγάλη και γόνιμη πορεία του.

Ακούω το "Beautiful that way" και σκέφτομαι πόση δύναμη μπορεί να κρύβει η μουσική.. Πραγματικά μπορεί να σε πάρει μαζί της.. Ακούστε το τραγούδι και ταξιδέψτε!




Υ.Γ. Διάβασε και αυτό.. Η Dionne Warwick, ακύρωσε τη χτεσινή της συναυλία, μια μέρα πριν και ενώ είχανε προπωληθεί ήδη πάνω από 1200 εισιτήρια, με ένα απλό email, όπου σύμφωνα με την εταιρεία παραγωγής, ανέφερε πως η τραγουδίστρια δεν θα έρθει στην Ελλάδα για τη συναυλία της 15/3/2010, με πρόφαση ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η χώρα μας θα βάλει σε κίνδυνο τη ζωή της, λόγω των απεργιών και της δύσκολης κατάστασης που επικρατεί εδώ!!! Kαλά, τι άλλο θα ακούσουμε.....

15 Μαρτίου 2010

Ρόζα Μοντέρο


Ο συνblogger SeaGulL διάβασε το post της παρουσίασης του βιβλίου της Ρόζα Μοντέρο “Η κόρη του κανίβαλου”, το αγόρασε, του άρεσε και μετά ανέβασε μια ανάρτηση με τις εντυπώσεις του, καθώς και κάποια αποσπάσματα που εκείνος ξεχώρισε. Νομίζω πως αξίζει πολύ αυτή η ανταλλαγή απόψεων και το "μοίρασμα" ενδιαφερόντων. Ακολουθεί το post του, όπως ακριβώς το ανέβασε.

-------
Η καλή e-φίλη μου Roadartist, της οποίας το ιστολόγιο έχει πετύχει ζηλευτό συνδυασμό ποιότητας και μεγάλης επισκεψιμότητας, πρότεινε, τις προάλλες, το βιβλίο της Ρόσα Μοντέρο “Η κόρη του κανίβαλου”.

Έσπευσα και αγόρασα το βιβλίο αυτό και το… “ρούφηξα” μέσα σε μόλις δύο ημέρες, καθώς το βρήκα κι εγώ τόσο καλό όσο η “Καλλιτέχνιδα του δρόμου”. Παρακάτω σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα απ’ το βιβλίο αυτό, προτείνοντας, πάντως, να το αγοράσετε και να το διαβάσετε ολόκληρο (δεδομένου, μάλιστα, ότι εκτός από τα όποια αποσπάσματα, μεγάλη αξία και σημασία έχει και η πλοκή του μυθιστορήματος..)

Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της Ρόσα Μοντέρο “Η κόρη του κανίβαλου”, εκδ. Αλεξάνδρεια..

«Οι άνθρωποι είμαστε σαν τα παγόβουνα, δείχνουμε δηλαδή προς τα έξω μόνον ελάχιστο μέρος του όγκου μας. Όλοι κρυβόμαστε, όλοι λέμε ψέματα, όλοι έχουμε κάποιο μικρό ανομολόγητο μυστικό. Με τη συμβίωση όμως, η εικόνα του άλλου συνήθως γίνεται όλο και πιο επίπεδη, σαν να λειώνει το παγόβουνο στη ζεστή θάλασσα της καθημερινότητας. Και συχνά καταλήγουμε να μειώνουμε το σύζυγό μας σε μια απλή καρικατούρα δύο διαστάσεων, να τον βλέπουμε σαν μια ανθρώπινη χαλκομανία, μια εικόνα τόσο επαναλαμβανόμενη και οριοθετημένη που καταντά πάρα πολύ ανιαρή. Αυτός είναι και ένας από τους πολλούς τρόπους που μπορεί να τελειώσει ένας γάμος. Όταν κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και το μόνο που αντικρίζουν είναι μια επίπεδη μορφή, μια σφραγίδα» [σελ. 31 παρ. προτελ.]

«Τι άλλο είναι η ζωή από μια ριψοκίνδυνη πορεία εν μέσω πειρασμών. Και η ηθική ακεραιότητα δεν εξαρτάται μονάχα από το ήθος του καθενός αλλά επίσης, σε κάποιο βαθμό, και από την τύχη. Από το πώς, πότε και πού σε έχουν υποβάλει στον πειρασμό. Έχω την πεποίθηση ότι στον κόσμο υπάρχει μια μειονότητα από αμετανόητα καθάρματα, ανθρώπους άγριους, σκληρούς και αδίστακτους, που ζουν βουτηγμένοι στην ατιμία.
Και επίσης μια ισχυρή μειονότητα έντιμων και ευσυνείδητων ανθρώπων, ικανών να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Και μεταξύ αυτών των δύο άκρων βρίσκονται οι υπόλοιποι, η μεγάλη μάζα, καλοπροαίρετα πλάσματα αλλά αδύναμα. Συνηθισμένοι άνθρωποι, αυτή είναι η σωστή διατύπωση, αναποφάσιστοι και μπερδεμένοι, που θα γίνουν καλοί αν ο περίγυρος είναι ευνοϊκός ή κακοί αν το περιβάλλον στο οποίο ζουν τους διαφθείρει. Έτσι λοιπόν, παραπαίοντας ανάμεσα στον καλύτερο ή τον χειρότερο εαυτό μας, στρώνουμε ή ίσως καταστρέφουμε το δρόμο μας
» [σελ. 102-103]

«Πιστεύω πως υπάρχει στον κόσμο μια χούφτα ανθρώπων χωρίς ενδοιασμούς. Δεν είναι πολλοί, αλλά είναι πραγματικά αδίστακτοι. Άτομα δίχως αρχές που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους και τέτοια πράγματα… […] Κι έπειτα υπάρχει μια άλλη χούφτα καθωσπρέπει ανθρώπων. Αλλά πραγματικά καθωσπρέπει, εκείνο το είδος των ανθρώπων που είναι δυνατοί, μεγαλόψυχοι και ηθικοί, που σίγουρα δεν θα κάνουν ποτέ κακό, ακόμη και στη χειρότερη των περιπτώσεων. Ούτε όμως και οι καθωσπρέπει άνθρωποι είναι πολλοί […] Και πιστεύω πως μεταξύ αυτών των δύο άκρων υπάρχει μια ακαταστάλαχτη μάζα, η μεγάλη πλειονότητα, άνθρωποι καλοπροαίρετοι και ευχάριστοι, αλλά αδύναμοι, δειλοί, υπερβολικά φιλόδοξοι, ανασφαλείς, ίσως και ανόητοι… Αυτοί οι άνθρωποι θα είναι κατά πάσα πιθανότητα σωστοί σε όλη τους τη ζωή, αν δεν μπουν βέβαια στον πειρασμό να φερθούν άσχημα. Αλλά σε εποχές ηθικής παρακμής, ατιμίας ή διαφθοράς θα πέσουν στην παρανομία ή τουλάχιστον θα την επιτρέψουν και θα γίνουν συνένοχοι» [σελ. 395 διάφορα σκόρπια]

«Κανείς δεν διαφθείρεται από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι ότι φτάνεις στα σαράντα σου καθαρός από κάθε ύποπτη συναλλαγή και ξαφνικά μπαίνει στο γραφείο σου ένας τύπος με μια βαλίτσα κροκοδειλέ, τίγκα στο χαρτονόμισμα, και σου λέει: “Θα σε πληρώσω διακόσια εκατομμύρια αν αύριο πετάξεις από τη σκάλα τη γιαγιά σου”. Δεν γίνεται έτσι, δεν γίνεται έτσι. Αντίθετα, οι πειρασμοί είναι μικροί, συνεχόμενοι, κλιμακωτοί. Η ζωή είναι όλο πειρασμούς, ξέρεις. Κάθε μέρα της ζωής σου παίρνεις αποφάσεις που έχουν ηθικό βάρος. Και ο καθένας αποφασίζει. Κάνεις μικρά βηματάκια. Προς τα εμπρός, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Και το κάθε βηματάκι σε οδηγεί στο επόμενο. Ας πούμε, αρχίζεις να δέχεσαι ένα μικρό μηνιαίο φακελάκι για να στρογγυλέψεις το μισθό σου. Μπορεί να είναι ένα ταπεινό ποσόν, πενήντα ή εκατό χιλιάδες πεσέτες το πολύ, ένα ποσό που εμφανίζεται στους προϋπολογισμούς σαν αγορά υλικού γραφείου, επί παραδείγματι. Ναι, φυσικά, είναι μια παρατυπία, αλλά, τέλος πάντων, όλοι ξέρουν πως είναι το Δημόσιο, πρέπει να τα κάνεις αυτά τα κόλπα, γιατί διαφορετικά λόγω της γραφειοκρατίας δεν θα έπαιρνες ποτέ αύξηση. Κι εσύ πιστεύεις ότι αξίζεις αυτές τις επιπλέον πενήντα χιλιάδες πεσέτες, αυτό οπωσδήποτε. Τις αξίζεις, σου λέει ο προϊστάμενός σου, που είναι αυτός που σου τις πληρώνει και επί της ευκαιρία πληρώνει τα τριπλά στον εαυτό του. Και εξάλλου, είναι τόσο μικρό το ποσόν! Όλος ο κόσμος παίρνει το ίδιο φακελάκι, έ, δεν θα είσαι εσύ το μοναδικό κορόιδο που θα μείνει απέξω. Αρχίζεις έτσι, με μια απερισκεψία, κι ύστερα σιγά – σιγά χρειάζεσαι όλο και περισσότερα χρήματα και είσαι κάθε φορά και πιο ελαστικός στις αρχές σου. Τότε σου ζητούν μικρές χάρες σε αντάλλαγμα για το φακελάκι, κι εσύ δέχεσαι. Κι έτσι περνούν τα χρόνια, κι εσύ εξακολουθείς να λες “ναι” στα πάντα. Και στο τέλος βρίσκεσαι κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο…» [σελ. 396-397]

«Τον ποθούσε με όλο της το κορμί, που είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι τον αγαπούσε με όλο της το πνεύμα, γιατί το σεξ είναι μια εγκεφαλική και πνευματική εμπειρία, μια αίσθηση συνένωσης με τον ερωτικό σύντροφο, μια μετάληψη των ψυχών που πραγματοποιείται μέσω της γενετήσιας οδού. Και αν του λείπει αυτή η βαρύνουσα διάσταση, τότε είναι κακό σεξ, είναι σεξ ρουτινιάρικο, απλή γυμναστική, φτηνό και πάντα αυνανιστικό. Ακόμη κι αν παίζεται από δύο.» [σελ. 149 παρ.2]

«Σκέφτηκε πως ίσως ολόκληρη η ζωή να μην ήταν τίποτε άλλο παρά μια προετοιμασία για την έξοδο, όπως ακριβώς το παιχνίδι του σκακιού δεν είναι παρά μια προετοιμασία για την τελική κίνηση του ματ.» [σελ. 154-155]

«Σε τι ωφελεί να συμπεριφέρεσαι με αξιοπρέπεια. Ωφελεί στο να μας δίνει το μέτρο αυτού που είμαστε […] Αναρωτηθήκατε σε τι ωφέλησε η θυσία των αντρών της Αλκάνταρα, για παράδειγμα. Αν και ανώφελοι, από μια ρεαλιστική οπτική γωνία, οι θάνατοί τους επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι είμαστε και έτσι. Πως, ακόμη και στη χειρότερη των περιπτώσεων, υπάρχει πάντα κάτι μέσα μας ικανό για το καλύτερο. Εάν, δηλαδή, δεν είχε υπάρξει καμιά ηρωική πράξη στο Ανουάλ, εάν στους ανθρώπους δεν υπήρχε επίσης και αυτή η ενστικτώδης παρόρμηση προς την αξιοπρέπεια, ο κόσμος δεν θα ήταν κατοικήσιμος και οι άνθρωποι θα μοιάζαμε με άγρια θηρία.» [σελ. 373-374]

«Παραίτηση, αυτή είναι η λέξη της μεγάλης ήττας. Η ζωή είναι μια διαδρομή μεγάλη και κουραστική. Είναι σαν ένα τρένο με μακρινό δρομολόγιο που μερικές φορές αναγκάζεται να διασχίζει εμπόλεμες περιοχές και άγριες εκτάσεις. Θέλω να πω ότι ο δρόμος είναι γεμάτος κινδύνους και ότι ο εκτροχιασμός είναι ένα αρκετά συνηθισμένο ατύχημα. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι να χάσεις την πορεία. Για παράδειγμα, μπορεί να πάει κανείς κατ’ ευθείαν στην κόλαση. Άλλοι, αντίθετα, δεν βγαίνουν από τις σιδηροτροχιές, μόνο κόβουν ταχύτητα, όλο και πιο αργά κάθε μέρα, μέχρι που τελικά σταματούν εντελώς και μένουν εκεί, νεκροί σχεδόν από αδράνεια και αποτυχία, με τις λαμαρίνες και τις ιδέες να σκουριάζουν κάτω από τη δριμύτητα του καιρού» [σελ. 376 αρχή]


Υ.Γ. Τα αποσπάσματα που ο φίλος SeaGulL ξεχώρισε είναι αρκετά για ένα post.. Μα αξίζουν όμως σίγουρα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν και δικά μου αγαπημένα (μεταξύ άλλων) από το βιβλίο..
Τον ευχαριστώ πολύ για τα λόγια του και την εκτίμηση. Καλή εβδομάδα!

12 Μαρτίου 2010

jack kerouac


Ο Τζακ Κέρουακ (1922-1969), συγγραφέας και ποιητής, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς (Beat Generation) και εισηγητής του ομώνυμου όρου, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1922. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς.

Μικρός διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στο ποδόσφαιρο, αργότερα εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για να γνωρίσει την «άλλη Αμερική» των πεδιάδων και των ανοιχτών δρόμων που αντιπροσώπευαν την ελευθερία, την απόδραση από το κομφορμιστικό κόσμο των πόλεων, το «σύστημα».

Το Στο δρόμο, το καλύτερο έργο της γενιάς των μπιτ, άσκησε μεγάλη επίδραση στους συγγραφείς που ακολούθησαν αργότερα, όπως ο Τομ Ρόμπινς και ο Ρίτσαρντ Μπρότινγκαν. Μεγάλη ήταν επίσης η επίδρασή του στη λαϊκή κουλτούρα γενικότερα και στη μουσική ειδικότερα, όπως στους Μπιτλς, στον Μπομπ Ντίλαν και στον Τζιμ Μόρισον.
"Μάρτυρας μου είναι ο απέραντος ουρανός.."

Πολλοί συνέδεσαν το έργο του με εκείνο που ονομάστηκε αντικουλτούρα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί προδρομική διατύπωση όσων θα εξέφραζε η δεκαετία του '60. Οπως και οι υπόλοιποι συγγραφείς της γενιάς των μπιτ (ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Γκρέγκορι Κόρσο, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ), ο Κέρουακ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία του ζεν, τον βουδισμό και τα ναρκωτικά. Αλλοι τον ονόμασαν «βασιλιά των μπιτ», άλλοι «πατέρα των χίπις». Το γράψιμό του χαρακτηρίζεται από άρνηση στον κομφορμισμό της μορφής και του περιεχομένου, μια συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων της έκφρασης και αυθορμητισμό.


Ο Κέρουακ υπήρξε ένας μοναχικός άνθρωπος, ο οποίος μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα σε ταξίδια στις τεράστιες αμερικανικές πεδιάδες και στην οικογενειακή του κατοικία.

Σε όλη του τη ζωή έπινε υπερβολικά, με αποτέλεσμα να πάθει κίρρωση του ήπατος. Στις 21 Οκτωβρίου 1969 πέθανε στο νοσοκομείο του Αγίου Αντωνίου της Φλόριδας.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «On the road» («Viking Press»)

"Πλάι-πλάι παίρναν τους δρόμους και γεύονταν το καθετί με τον χαρακτήρα που είχε τότε η πρώτη τους φιλία και που, αργότερα έγινε τόσο περίλυπη, μίζερη και άδεια. Άλλα τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν...

...γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας κάνει: «Άααα!»
."

"Η ανωνυμία στον κόσμο των ανθρώπων αξίζει περισσότερο απ’ τη φήμη στον ουρανό, γιατί τι είναι ο ουρανός; Τι είναι η γη; Ιδέες του κεφαλιού.."

«Στο δρόμο», μτφρ.: Δήμητρα Νικολοπούλου,επιμ.: Αλέξης Ζήρας, «Πλέθρον»,1996


"Ποιος ξέρει αν πίσω απ’ αυτή τη βιτρίνα εγωισμού και σκληρότητας, το σύμπαν δεν είναι τελικά μια μεγάλη ευσπλαχνική θάλασσα, μια απέραντη γλύκα; Και ποιος ξέρει αν δεν είναι η μοναξιά της τωρινής μοναδικότητας του αγέννητου στοιχείου της μελλοντικής ουσίας του καθενός που αρνείται τη μοναδική, αγνή αιωνιότητα, αυτό το μεγάλο απόλυτο δυναμικό που μπορεί να ακτινοβολήσει τα πάντα, αυτή τη λαμπρή ευτυχία, το Ματιβαζρικαρούνα, ο Υπερβατικός Αδαμάντινος Οίκτος!

Όχι, εγώ θέλω να μιλάω ΓΙΑ τα πράγματα, για το σταυρό, για το αστέρι του Ισραήλ, για τον πιο υπέροχο άνθρωπο που έζησε ποτέ και που ήταν Γερμανός (ο Μπαχ), για τον γλυκό Μωάμεθ, για τον Βούδα, για τον Λάο-Τσε, τον Τσουάνγκ-Τσε, τον Σουζούκι... γιατί θα έπρεπε να επιτεθώ σ’ αυτά που αγαπώ, έστω κι αν είναι έξω από μένα;

Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι,
αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου."
(Τζακ Κέρουακ, Οι Καταβολές της Μπητ Γενιάς).

Post, παρουσίαση του βιβλίου:
Allen Ginsberg, Ουρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα

Info:
Βιογραφία, εργογραφία wikipedia
Το βήμα
Jack Kerouac books

11 Μαρτίου 2010

..αυτούς τους έχω βαρεθεί!..

Αυτούς τους έχω βαρεθεί!

Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω σιχαθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.

(Τo ποιήμα μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο
και ερμηνεύτηκε από την Μαρία Δημητριάδη το 1975,
στο δίσκο "Πολιτικά τραγούδια".
Στίχοι του Βολφ Μπίρμαν, σε μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ)
Related Posts with Thumbnails