Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Μαρτίου 2014

Τα κοιτάσματα του χρόνου, Τίτος Πατρίκιος



Τα κοιτάσματα του χρόνου 

VI

Ακόμα και αυτά που παρασιωπούμε
δε θα τα εγκαταλείψουμε
όσα και να περάσουν χρόνια, 
τα πράγματα που δε χάθηκαν
ξαναζούνε μέσα μας
ανοίγουν καινούριους κύκλους μέρας 
μπαίνει ανεξέλεγκτος ο ήλιος
 δε συμβιβάζεται με τους πεθαμένους 
δε χαρίζεται στους ζωντανούς.

Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας 
να βρούμε την αποξεχασμένη πράξη μας
να βρούμε τις λέξεις που τις μνημονεύουν 
να βρούμε τη φωνή μας 
γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει 
θέλει τη λέξη μας για να μη σβηστεί 
θέλει τη φωνή μας για ν' ακουστεί ως πέρα.

Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χρόνο
 έχει το βάδισμα, έχει τη δική του στάση 
φυλάει καθένας σ' ένα συρτάρι σιωπής
 ένα απολίθωμα απ' το χρόνο του 
κάποιοι γεμίζουν ολόκληρες βιτρίνες για μια γιορτή που καθυστερεί 
μερικοί φτιάχνουν την προτομή τους πιστεύοντας πως θα κρατήσει.

Καθένας μας κρατάει ένα σβόλο χρόνου που τρίβεται συνεχώς, 
σκορπίζει σαν αμμόλιθος. 
Ακουμπάω το χέρι μου στη γη και νιώθω στα κατάβαθα
τ' ανεξάντλητα κοιτάσματα του χρόνου.


* Αυτό το υπέροχο ποίημα, μου το έστειλε με email, μια ακροάτρια της εκπομπής της 22/3. Περιγράφοντας μου μαζί ένα απίστευτο σκηνικό για το πώς μπόρεσε να ακούσει την εκπομπή, καθώς ήταν εκτός Αθηνών, στο Ναύπλιο και προσπαθούσε να βρει εκείνη την ώρα σύνδεση στο διαδίκτυο...


Κρατώ την υπέροχη προσωπική ιστορία που μου έγραψε και μοιράζομαι το ποίημα μαζί σας. Το αφιερώνω με τη σειρά μου σε εκείνη (από εδώ), αλλά και σε εσάς. 
Ναταλί σε ευχαριστώ πολύ από τα βάθη της καρδιάς μου... Κάτι τέτοιες κινήσεις με αφήνουν έκπληκτη και μου χαρίζουν χαμόγελα. :) 

3 Μαρτίου 2014

Ο Χαρταετός













"...νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει…." (Ο. Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος)

3 Φεβρουαρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄



ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1936. ΟΙΚΙΑ ΦΛΩΡΟΥ, ΑΙΓΙΝΑ. 
Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότατο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι -αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα. 

ΤΕΤΑΡΤΗ, 5 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1938, ΑΘΗΝΑ. 
Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει. Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί. Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός -αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα. Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων -πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα

Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984

26 Νοεμβρίου 2013

Έχω μάθει κάποια πράγματα απ’ τη ζωή



Έχω μάθει κάποια πράγματα απ’ τη ζωή:
Αν είσαι ζωντανός, ζήσε κάτι με όλη σου τη δύναμη
Η αγαπημένη σου πρέπει εξαντλείται απ' τα φιλιά σου
Κι εσύ να πέφτεις κατάκοπος μυρίζοντας ένα λουλούδι

Ο άνθρωπος μπορεί να κοιτάζει με τις ώρες τον ουρανό
Να κοιτάζει για ώρες ένα πουλί, ένα παιδί, τη θάλασσα
Ζω στην γη θα πει γίνομαι μέρος της
Ρίχνω ρίζες που δε ξεριζώνονται

Αν είναι να κρατηθείς από κάτι, κράτα σφιχτά έναν φίλο
Αγωνίσου για κάτι με κάθε σου μυ, με όλο σου το σώμα, με όλο σου το πάθος,
Κι όταν ξαπλώνεις για λίγο στη ζεστή αμμουδιά
Ν' αναπαύεσαι σαν ένας κόκκος άμμου, σαν ένα φύλλο, σαν μια πέτρα

Στο μέγιστο σου, άκου κάθε όμορφο τραγούδι
Σα να ξεχειλίζει όλο σου το είναι με ήχους και μελωδίες
Ένας άνθρωπος πρέπει να βουτάει με το κεφάλι στην ζωή
Όπως θα πηδούσε από ένα βράχο στη σμαραγδένια θάλασσα

Να σε μαγνητίζουν οι μακρινοί τόποι, οι άνθρωποι που δεν γνωρίζεις
Να καίγεσαι να διαβάσεις κάθε βιβλίο, να γνωρίσεις τις ζωές άλλων ανθρώπων
Δεν θα ‘πρεπε ν' αλλάξεις με τίποτα τη χαρά που δίνει ένα ποτήρι νερό
Όση κι αν είναι η χαρά, η ζωή σου πρέπει να ξεχειλίζει λαχτάρα

Πρέπει να γνωρίσεις τη λύπη, έντιμα, μ' όλο σου το είναι
Γιατί οι πόνοι, όπως κι οι χαρές, μεστώνουν τον άνθρωπο
Το αίμα σου πρέπει ν' ανακατευτεί στη μεγάλη κυκλοφορία της ζωής
Και στις δικές σου φλέβες να τρέξει το φρέσκο, αστείρευτο αίμα της ζωής

Έχω μάθει κάποια πράγματα απ’ τη ζωή:
Αν είσαι ζωντανός, ζήσε έντονα, ανακατεύσου με τους ποταμούς, τους ουρανούς, με το σύμπαν
Γιατί αυτό που λέμε βιος, είν' ένα δώρο που δίνουμε στη ζωή
Κι η ζωή είν' ένα δώρο στον άνθρωπο

Ataol Behramoğlu.

Η μετάφραση του υπέροχου αυτού ποιήματος ανήκει στο Δημοσθένη Σπυρίδη.
Ο τίτλος του ποιήματος στα τούρκικα είναι "Yasadiklarimdan Ogrendigim Bir Sey Var" και στ' αγγλικά "I've learned some things". Πηγή : cs.rpi.edu.

23 Μαΐου 2013

του Αργύρη Χιόνη

του Αργύρη Χιόνη 
via mirsini-l.tumblr.com

Δες τι ωραία μπόρεσε ο Αργύρης Χιόνης να μιλήσει για τη ματαιοδοξία, για τις χαμένες μέρες, εκείνες που βουλιάζεις σε υποτιθέμενη νηνεμία. Δες πως μπόρεσε να περιγράψει την απελπιστική σιωπή και όσα επιμελώς αποκρύβει. Κάθε λέξη, μια αιχμή στις σιωπές.  
Αυτές που απελπιστικά δυναμώνουν, πριν από την καταιγίδα.


16 Απριλίου 2013

Τὸ παράπονο, Ὀδυσσέας Ἐλύτης (ἀπόσπασμα)


* Το κείμενο που ακολουθεί δεν ανήκει στον Οδυσσέα Ελύτη, παρά μόνο οι τελευταίοι στίχοι (με το έντονα τονισμένο μαύρο χρώμα). Είναι ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στο protagon.gr, εμπνευσμένο από τους συγκεκριμένους στίχους του ποιητή.  Πηγή κειμένου : protagon.gr
 

Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;


Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.

Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.

Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.

Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.

Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.

Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.

21 Μαρτίου 2013

Antonio Tabucchi, Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα.



«Ο Πεσσόα ακούμπησε το ένα του μάγουλο στο μαξιλάρι και χαμογέλασε κουρασμένα. Αγαπητέ Αντόνιο Μόρα, είπε, η Περσεφόνη με καλεί στο βασίλειο της, ήρθε η ώρα να φύγω, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω αυτό το θέατρο εικόνων που ονομάζουμε ζωή μας, να ξέρατε πόσα πράγματα είδα με τα γυαλιά της ψυχής, είδα την Ασπίδα του Ωρίωνα, εκεί πάνω στο απέραντο διάστημα, περπάτησα με τα γήινα πόδια μου στον Σταυρό του Νότου, διέσχισα ατελείωτες νύχτες σαν φωτεινός κομήτης τους διαστρικούς χώρους της φαντασίας, την ηδονή και τον φόβο, και υπήρξα άντρας, γυναίκα, γέρος, κοριτσάκι, υπήρξα ο όχλος των μεγάλων μπουλβάρ στις πρωτεύουσες της Δύσης, υπήρξα ο πράος Βούδας της Ανατολής του οποίου ζηλεύουμε την ηρεμία και τη σοφία, υπήρξα ο εαυτός μου και πολλοί άλλοι, όλοι οι άλλοι που μπορούσα να είμαι, γνώρισα τιμές και ατιμίες, ενθουσιασμούς και καταρρεύσεις, διέσχισα ποτάμια και άβατα βουνά, παρατήρησα γαλήνια κοπάδια και δέχτηκα στο κεφάλι μου τον ήλιο και τη βροχή, υπήρξα γυναίκα καυλωμένη, υπήρξα γάτα που παίζει στο δρόμο, υπήρξα ήλιος και φεγγάρι, κι όλα αυτά γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. Τώρα όμως φτάνει, αγαπητές Αντόνιο Μόρα, έζησα τη ζωή μου σαν να ήταν χίλιες ζωές, έχω κουραστεί, το καντήλι μου σώθηκε, σας παρακαλώ, δώστε μου τα γυαλιά μου. Ο Αντόνιο Μόρα διόρθωσε πάνω του το χιτώνα. Ο Προμηθέας τον πίεζε. Ω, αναφώνησε, θεϊκέ ουρανέ, άνεμοι φτερωτοί και γρήγοροι, πηγές των ποταμών, αμέτρητο χαμόγελο των θαλάσσιων κυμάτων, γη, οικουμενική μητέρα, εσάς επικαλούμαι, και τη σφαίρα του ήλιου που όλα τα βλέπει, κοιτάξτε τι υπομένω. Ο Πεσσόα αναστέναξε. Ο Αντόνιο Μόρα πήρε τα γυαλιά από το κομοδίνο και του τα φόρεσε στο πρόσωπο. Ο Πεσσόα γούρλωσε τα μάτια και τα χέρια του ακινητοποιήθηκαν πάνω στο σεντόνι. Η ώρα ήταν ακριβώς είκοσι και τριάντα.» 

Νοέμβριος 1935. Ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα βρίσκεται ετοιμοθάνατος σ' ένα νοσοκομείο της Λισαβόνας. Στις τρεις μέρες της επιθανάτιας αγωνίας του δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια "πραγματική" ζωή. Συζητάει μαζί τους, ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους, συμφιλιώνεται με τα φαντάσματα μιας ολόκληρης ζωής, αναπληρώνοντας τη μοναξιά των τελευταίων στιγμών του με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αναπλήρωσε τη μοναξιά της ζωής του. Ένα μυθιστορηματικό και ταυτόχρονα βιογραφικό (παρότι πρόκειται για μια φανταστική βιογραφία) αφήγημα, στο οποίο ο Αντόνιο Ταμπούκι -γνωστός, μεταξύ άλλων, μελετητής και μεταφραστής του Πεσσόα- περιγράφει, με τρυφερότητα, πάθος και έντονη ποιητική διάθεση το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα. 


Αντόνιο Ταμπούκι, Οι τρείς τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα. Ένα παραλήρημα, μφρ: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εικονογράφηση: Júlio Pomar,  Άγρα, 1999

Αναρτήσεις για τον Α.Ταμπούκι :
Antonio Tabucchi, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, εκδ. Άγρα, 2010 
Τάδε έφη...Αντόνιο Ταμπούκι 
λίστα βιβλίων II  

20 Μαρτίου 2013

ο Γιώργος Σεφέρης για την Κύπρο


 
Γιώργος Σεφέρης – Άλωνα Κύπρου 1954


Ο Γιώργος Σεφέρης αγαπούσε πολύ την Κύπρο.  Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με το νησί, την οποία εκδήλωνε με κάθε τρόπο, είτε μέσα από το έργο του, είτε στις επιστολές ή και στα λόγια του.  Σε ένα γράμμα που είχε γράψει στην αδελφή του τον Οκτώβρη του 1954, αναφέρει για το νησί :  

«…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι - 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: "Θέλομεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγομεν πέτρες…". Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας…». 


18 Μαρτίου 2013

Οδυσσέας Ελύτης




Σαν σήμερα, στις 18 Μαρτίου του 1996 έφυγε από κοντά μας ο Οδυσσέας Ελύτης
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, ακολουθεί μια δήλωση του σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Διαβάστε τη διορατική και επίκαιρη δήλωση του μεγάλου μας ποιητή :

«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να 'ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του. 

Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ' αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι' αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό. Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ' όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.» 


Παλαιότερες αναρτήσεις, αφιερωμένες στον Οδυσσέα Ελύτη :

19 Φεβρουαρίου 2013

Γύριζε, Κωστής Παλαμάς



Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). 
Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στο κέντρο: K. Παλαμάς.


“Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δέ θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γή, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·
Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!”

Κωστής Παλαμάς
(Ποιητική συλλογή “Η Πολιτεία και η Μοναξιά”)


Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε το 1908 από τον Κωστή Παλαμά, όπου περιγράφει με δραματικό τρόπο την απόγνωση του για την κατάντια της χώρας.

Στην αρχή του 20ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεοκοπημένη, ταπεινωμένη και διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά. Μόλις στεκόταν στα πόδια της με την οικονομική “βοήθεια”-με το αζημίωτο φυσικά- των ξένων, στους οποίους είχε ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας ταλαιπωρημένος λαός, που πολιτικάντηδες δημαγωγοί εύκολα τον έσερναν από τη μύτη- συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό. 

Έπειτα θα ακολουθούσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), ένας βαθύτατος Εθνικός Διχασμός (1915-1922), η Μικρασιατική Καταστροφή (1922), η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η Μεγάλη Ύφεση. Πρόσφυγες, Δικτατορίες, ένας οδυνηρός Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας ακόμη πιο θλιβερός Εμφύλιος πόλεμος..

1 Φεβρουαρίου 2013

Mario Benedetti



Allende

Για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιαλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να μαζέψουν όλα τα μίση
και τ' αεροπλάνα και τα τανκς
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον βομβαρδίσουν να τον κάνουν στάχτη
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να εξαπολύσουν έναν θολό πόλεμο
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
και να κάνουν τη σεμνή και διαπεραστική φωνή του να σωπάσει
έπρεπε να σπρώξουν τον τρόμο έως την άβυσσο
και να σκοτώσουν πιο πολύ για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
για να πλήξουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να τον δολοφονήσουν πολλές φορές
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης είναι ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να φανταστούν ότι ήταν ένας στρατός
ένας στόλος ένα τάγμα μια ταξιαρχία
έπρεπε να πιστέψουν ότι ήταν ένα άλλο στράτευμα
αλλά ο άνθρωπος της ειρήνης δεν ήταν παρά ένας λαός
κι είχε στα χέρια του ένα τουφέκι και μια εντολή
και χρειάζονταν πιο πολλά τανκς και πιο πολύ μίσος
πιο πολλές βόμβες πιο πολλά αεροπλάνα πιο πολλή ντροπή
γιατί ο άνθρωπος της ειρήνης ήταν ένα φρούριο

για να σκοτώσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
για να χτυπήσουν το καθαρό από εφιάλτες μέτωπό του
έπρεπε να γίνουν εφιάλτης
για να νικήσουν τον άνθρωπο της ειρήνης
έπρεπε να συνεργαστούν για πάντα με το θάνατο
να σκοτώσουν και να ξανασκοτώσουν 
μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να σκοτώνουν
και να καταδικαστούν σε ερμητική μοναξιά
για να σκοτώσουν τον άνθρωπο που ήταν ένας λαός
έπρεπε να μείνουν χωρίς λαό


Για τον Mario Benedetti :
poema.gr
poesi.as

23 Ιανουαρίου 2013

Μικρόκοσμος - Ν.Χικμέτ


Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
 φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε .




17 Δεκεμβρίου 2012

Προμηθεύς λυόμενος, Σέλεϋ

Πέρσυ Μπυς Σέλεϋ (Percy Bysshe Shelley), 
Άγγλος ρομαντικός ποιητής



Ο Σέλλεϋ στους τελευταίους στίχους της τραγωδίας του Προμηθεύς λυόμενος, είχε γράψει:

«Να υποφέρεις δεινά που ακόμη και η ελπίδα τα θεωρεί ατέρμονα. 
Να αψηφάς την εξουσία που μοιάζει παντοδύναμη. 
Να αγαπάς και να επιμένεις. 
Να ελπίζεις, έως ότου η ελπίδα, μέσα από την ίδια την καταστροφή της, πραγματώσει τον σκοπό της. 
Να μην αλλάζεις, ούτε να διστάζεις, μήτε να μετανιώνεις. 
Εδώ είναι η δόξα σου Τιτάνα: καλοσύνη, μεγαλείο, ευτυχία, ομορφιά και ελευθερία» 



20 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης: Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει



Ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1900 και πέθανε σαν σήμερα στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα. 

Επέλεξα σήμερα να μοιραστούμε τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη κατά της Δικτατορίας, αξίζει να διαβαστεί από όλους μας. 

Ἡ δήλωση τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας, στις 28 Μαρτίου 1969

"Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο.
Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά.
Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους. Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο.
Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος.
Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου.
Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω".


(Ὁ Γιῶργος Σεφέρης στὰ πρῶτα χρόνια τῆς δικτατορίας εἶχε ἐπιλέξει τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄρνηση νὰ δημοσιεύσει δουλειά του στὴν Ἑλλάδα. Στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1969, δυὸ χρόνια πρὶν τὸ θάνατό του, ἀποφασίζει νὰ μιλήσει γιὰ πρώτη φορὰ δημόσια καὶ νὰ καταγγείλει τὴ Δικτατορία. Ἡ δήλωσή του στὸ BBC ἔκανε τεράστια αἴσθηση στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔδωσε δύναμη καὶ ἐλπίδα στὸ ἀντιδικτατορικὸ κίνημα. Εξ' αιτίας αυτής της δήλωσης, του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου).


Μπορείτε να διαβάσετε και ένα παλιότερο 
αφιέρωμα του blog στον Γιώργο Σεφέρη, πατώντας εδώ

12 Σεπτεμβρίου 2012

Νικος Κυριακίδης, ποιήματα





ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ

Το μολύβι σταματάει στο ‘’άλφα’’.
Η στιγμή του ψιλόβροχου,
μ΄ένα φόβο αδιόρατο.
‘’Αυτά που έκανα ήξερα τι ήταν....
δεν θέλω να τα θυμάμαι’
Οι λέξεις γίνονται συμπαγείς,
μένουν ακίνητες.
Εσύ μονάχα-
χορεύεις με τ΄αστέρια
Καθρεπτίζεις στα θολά σου μάτια
Τη νίκη του φόβου,
Όσων μονάχα έχουν φοβηθεί πολύ.
Περιμένεις χαμογελώντας,
ν΄ανοίξουν τα φτερά που κρύβονται
Να πετάξεις.


ΑΓΑΠΟΥΣΕ

Αγαπούσε, σπάνια μεν,
αλλά αγαπούσε.
ποιός νοιάζεται για τη διάρκεια ;
Την είδαν στο κήπο
μιλούσε χωρίς να κινεί τα χείλη
του εξηγούσε τα μπερδέματά της
του έδινε κάποιες απ’ τις αγωνίες της
γινόταν πολύ μικρούλα.
Περίμενε να τη πιάσει εκείνη
η γλυκειά κούραση
αυτή του λεωφορείου στο σχόλασμα
να τα δικαιολογεί, όλα
να τα εξηγεί, όλα.
Που πήγαν οι θυμωμένοι;
Πόσο υπομονή ακόμη έχουν οι ανυπόμονοι;
Κρατιέται από κάποια μεσημέρια.
Έχει ανάγκη να θαρρεί
πως βρίσκεται στη μέση.
Μισούσε βουβά
περίμενε να το πει
κάποιος άλλος
με λόγια με αιτίες, με σχόλια.
Τον άκουγε και χαμογελούσε.
Χωρίς να κινεί τα χείλη.


27 Αυγούστου 2012

Αυτός ο έρωτας, Jacques Prévert




Αυτός ο έρωτας 
Τόσο ορμητικός 
Τόσο εύθραυστος 
Τόσο απαλός 
Τόσο απεγνωσμένος 
Αυτός ο έρωτας 
Όμορφος σαν τη μέρα 
Κι άθλιος σαν τον καιρό 
όταν ο καιρός είναι κακός 
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο ωραίος 
Τόσο ευτυχισμένος
 Τόσο εύθυμος 
 Και τόσο γελοίος 
Tρέμοντας από φόβο όπως ένα παιδί μέσα στο σκοτάδι 
Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του 
Όπως ένας άντρας ήσυχος στη μέση της νύχτας 
Αυτός ο έρωτας που τρόμαζε τους άλλους 
Που τους έκανε να μιλούν 
Που τους έκανε να χλωμιάζουν 
Αυτός ο έρωτας που τον παραμονεύουν
 Γιατί κι εμείς τον έχουμε παραμονεύσει 
 Περικυκλωμένος,τραυματισμένος, ποδοπατημένος 
σκοτωμένος, απαρνημένος, ξεχασμένος
 Γιατί εμείς τον έχουμε καταδιώξει 
τραυματίσει ποδοπατήσει σκοτώσει απαρνηθεί ξεχάσει
 Αυτός ο έρωτας ολόκληρος 
Ακόμα τόσο ζωντανός 
 Και τόσο ηλιόλουστος
 Είναι ο δικός σου 
Είναι ο δικός μου
 Αυτός που ήταν Εκείνο το πράγμα το πάντα νέο 
Και που δεν έχει αλλάξει 
Το ίδιο αληθινός όσο κι ένα φυτό
 Το ίδιο να τρέμει όσο και ένα πουλί
 Το ίδιο ζεστός το ίδιο ζωντανός όσο και το καλοκαίρι 
Μπορούμε εμείς οι δυο 
Να φεύγουμε και να ξαναγυρίζουμε 
Μπορούμε να ξεχάσουμε 
Και μετά να κοιμηθούμε πάλι
 Να ξυπνήσουμε να υποφέρουμε να γεράσουμε 
 Κι άλλο να κοιμηθούμε 
 Το θάνατο να ονειρευτούμε 
Να ξυπνήσουμε να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε
 Και να ξανανιώσουμε 
Ο έρωτας μας εκεί στέκεται 
Σα μια γαϊδούρα πεισματάρης 
Ζωντανός όπως ο πόθος 
 Άσπλαχνος όπως η μνήμη 
Βλάκας όπως η κλάψα 
Τρυφερός σαν την ανάμνηση
 Κρύος σαν το μάρμαρο
 Όμορφος σαν τη μέρα 
Εύθραυστος σαν το παιδί
 Μας κοιτά χαμογελώντας 
Και μας μιλά χωρίς να λέει τίποτα 
Κι εγώ τρέμοντας τον ακούω
Και φωνάζω 
Φωνάζω για σένα
 Φωνάζω για μένα 
 Σε ικετεύω 
 Για σένα για μένα και για όλους αυτούς που αγαπιούνται 
 Και που έχουν αγαπηθεί 
 Ναι του φωνάζω 
 Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους
 Που δεν τους γνωρίζω 
 Μείνε εκεί 
 Εκεί που είσαι 
 Εκεί που ήσουν παλιά 
 Μείνε εκεί 
 Μην κουνιέσαι 
 Να μη φύγεις 
 Εμείς που έχουμε αγαπηθεί 
 Σε έχουμε ξεχάσει 
 Εσύ μη μας ξεχνάς 
 Δεν έχουμε παρά μόνο εσένα πάνω στη γη 
 Μη μας αφήσεις να γίνουμε ψυχροί 
 Πολύ πιο μακριά πάντα 
 Και δεν έχει σημασία σε ποιο μέρος 
 Δώσε μας ένα σημάδι ζωής 
 Πολύ πιο αργά στη γωνιά κάποιας συστάδας 
 Μέσα στο δάσος της μνήμης
 Ξεπρόβαλλε απότομα 
 Τέντωσέ μας το χέρι 
 Και να μας σώσεις 


Από την Συλλογή "Κουβέντες", 1946

 

29 Ιουνίου 2012

Φοβᾶμαι...



Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι 
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό». 


Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου. 


Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.


Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν,
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».


Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.


Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους. 


Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.


- Νοέμβρης 1983, Μανώλης Αναγνωστάκης

17 Ιουνίου 2012

Φ. Πεσσόα



Κουβαλάω στην καρδιά μου, 
Σαν σε χρηματοκιβώτιο που δεν κλείνει γιατί είναι γεμάτο,
Όλα τα μέρη απ' όπου πέρασα,
Τα λιμάνια όλα όπου πήγα, 
Όλα τα τοπία που είδα απ' τα παράθυρα, τα φινιστρίνια
Ή τα καταστρώματα, κάνοντας όνειρα.
Κι όλα αυτά, που είναι πολλά
Είναι λίγα γι' αυτό που θέλω. 

Σταυρώνω τα χέρια στο τραπέζι, βάζω το κεφάλι στα χέρια, 
Και θέλω να κλάψω, αλλά δεν ξέρω πού τα δάκρυα να ψάξω... 
Όσο προσπαθώ τη λύπη μου να κρατήσω, δεν κλαίω, 
Η ψυχή μου κομμάτια 
Κάτω από τον κυρτό δείκτη που την αγγίζει...
Τί θα γίνει μ' εμένα; Τί θα γίνει μ' εμένα; 

Κάνε με ανθρώπινο, ώ νύχτα, κάνε με αδελφικό, φιλότιμο. 
Μόνο με ανθρωπιά μπορεί κανείς να ζήσει. 
Τους ανθρώπους μόνο αγαπώντας, τη δράση, 
Τη ματαιότητα της δουλειάς, 
Μόνο έτσι - αλοίμονό μου! - μόνο έτσι μπορεί κάποιος να ζήσει.
Μόνο έτσι, ω νύχτα, εγώ,
Ποτέ δε θα μπορέσω εγώ να ζήσω έτσι! 

Κάνε με μητρικό, ήρεμη νύχτα... 
Εσύ, που αφήνεις τον κόσμο στον κόσμο, εσύ που είσαι η ειρήνη, 
Εσύ που δεν υπάρχεις, που είσαι μόνο η απουσία του φωτός, 
Εσύ που δεν είσαι πράγμα, τόπος, ουσία, ζωή, 
Πηνελόπη που υφαίνεις ξεφτισμένο πρωινό από τη σκοτεινιά σου, 
Κίρκη ανύπαρκτη των ανθρώπων με πυρετό, των αναίτια θλιμμένων,
 Έλα σ΄εμένα, ω νύχτα, πάρε με απ' το χέρι, 
Και γίνου δροσιά κι ανακούφιση, ω νύχτα, στο μέτωπό μου...

Φερνάντο Πεσσόα
Related Posts with Thumbnails