16 Ιουνίου 2017

Πατρίσια Χάισμιθ, Καταδίωξη στη Βενετία



«Πέρα μακριά ακούστηκε η μπάσα σειρήνα ενός πλοίου, που παλλόταν στον υγρό αέρα σαν νότα από εκκλησιαστικό όργανο. Ο Κόουλμαν σκέφτηκε τη θάλασσα που τους τριγύριζε, τη βαθιά θάλασσα, που μέσα της ίσως κάποια μέρα θα βυθιζόταν ολόκληρη η πόλη». (σ. 221)


Δε γίνεται να έχεις βρεθεί στην Βενετία, να έχεις τριγυρίσει στα στενά στενάκια της και να μην αφεθείς στο να ξαναταξιδέψεις εκεί - αυτή τη φορά με τη δύναμη της φαντασίας - μέσω της γραφής της Πατρίσια Χάισμιθ. Εικόνες και δρομάκια ζωντανεύουν μπροστά σου, η μεγαλοπρεπής πλατεία του Αγίου Μάρκου, οι γέφυρες, οι γόνδολες, το Φλοριάν. 

Η «Καταδίωξη στη Βενετία» είναι ένα ατμοσφαιρικό νουάρ. Πρωτοεκδόθηκε το 1967, η επανέκδοση του βιβλίου εντάσσεται στην καινούργια σειρά των εκδόσεων «Μίνωας» με τίτλο «Κλασικά Noir», η οποία σκοπεύει να προκαλέσει το ενδιαφέρον εκείνου του κοινού που αναζητά ατμοσφαιρικά αστυνομικά βιβλία. 


«Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου του ο Ρέι ένιωσε ένα αίσθημα ασφάλειας, αν και συνέλαβε τον εαυτό του να ρίχνει κλεφτές ματιές στις γωνίες όταν άναψε το φως, σαν να περίμενε να δει τον Κόουλμαν σε κάποια απ’ αυτές» (σ.13)

«Τι μέρα και αυτή! Θέλω να πιστεύω ότι ο καιρός ήταν καλύτερος στην εποχή της δόξας της Βενετίας, αλλιώς δε μπορώ να καταλάβω πώς η ζωή είχε τέτοια αίγλη εδώ» (σ. 215)

Η Πατρίσια Χάισμιθ εμβαθύνει στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Όταν η νεαρή σύζυγος του Ρέι Γκάρετ αυτοκτονεί, ο κόσμος του καταρρέει. Για πρώτη φορά διαταράσσεται η ξέγνοιαστη ως τότε ζωή του. Εκτός από τον πόνο του, έχει να αντιμετωπίσει και την οργή του πεθερού του, Έντουαρντ Κόουλμαν, που πιστεύει πως ο Ρέι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της κόρης του. Ο Κόουλμαν πυροβολεί τον Ρέι και, θεωρώντας τον νεκρό, φεύγει για τη Βενετία. Ο Ρέι όμως θα τον ακολουθήσει ως εκεί, θέλοντας να αποδείξει την αθωότητά του. Μέσα στα σοκάκια της γραφικής πόλης παραμονεύουν ο ένας τον άλλο, ο Κόουλμαν για να εκδικηθεί και ο Ρέι για να ξαλαφρώσει από το βάρος μιας αόριστης ευθύνης. Το πανέμορφο φόντο της Βενετίας αγκαλιάζει αυτή τη θανάσιμη καταδίωξη όπου οι ρόλοι κυνηγού και κυνηγημένου εναλλάσσονται και η αγωνία κορυφώνεται μέχρι την τελική δικαίωση. 

«Τελείωσε το κρασί του, πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε διακριτικά. Καμία φωνή δεν ακούστηκε πίσω του. Λες και ήταν αόρατος, ή φάντασμα» (σ. 135)

Τα «Κλασικά Noir» του Μίνωα, με αυτά τα πολύ ωραία εξώφυλλα, περιλαμβάνοντας βιβλία των Τζον Μπιούκαν, Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ και Πατρίσια Χάισμιθ, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις για το καλοκαίρι που έχει ήδη ξεκινήσει.  Αξίζει το κοινό να τα αγκαλιάσει. 

30 Μαΐου 2017

Η υπέροχη φίλη μου, Ferrante Elena


"Έλενα Φερράντε"· πρόκειται για την πιο δημοφιλή σύγχρονη Ιταλίδα συγγραφέα. Και όμως κανείς δε ξέρει την πραγματική ταυτότητα, το φύλο, προσωπικές πληροφορίες για τη ζωή της. Με τα βιβλία της να σημειώνουν μεγάλη εμπορική επιτυχία, προκαλώντας πανικό στα social media (αναζητήστε το hashtag #FerranteFever), με μεταφορά της τετραλογίας της στη μικρή οθόνη και όλα αυτά να συμβαδίζουν με μια εξαιρετικά προσεγμένη γραφή. Πριν λίγους μήνες δημοσιεύτηκαν κάποια στοιχεία στον τύπο για τη συγγραφέα-φάντασμα, σχετικά με την "αληθινή" ταυτότητα της, προκαλώντας ενδιαφέρον και ίσως λαβώνοντας το μυστήριο της.


Εντούτοις όλος αυτός ο ντόρος λειτούργησε κάπως αποτρεπτικά σε μένα.  Απέφευγα να διαβάσω κάποιο από τα βιβλία της, μη θέλοντας να ενταχθώ σε αυτό το κύμα θαυμασμού που έβλεπα παντού στους βιβλιόφιλους. Επιπλέον με ξένιζε το εξώφυλλο του συγκεκριμένου βιβλίου, αισθανόμουν ότι ήταν μακρυά από τα γούστα μου. Να όμως που τελικά με νίκησε η περιέργεια... Πρόσφατα διάβασα το πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπολης και είμαι πλέον βέβαιη ότι θα αναζητήσω για να διαβάσω και τα υπόλοιπα. Το πρώτο μισό αυτού του πρώτου βιβλίου με δυσκόλεψε, δε με παρέσυρε εύκολα η ροή του. Μετά τη μέση και καθώς πλησίαζα προς το τέλος, όλο και χανόμουν στην ιστορία. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, με έκανε να θέλω να αναζητήσω τις συνέχειες. 


«Εκείνη τη συναρπαστική στιγμή, λουσμένη στο φως και στον πάταγο, 
υποκρίθηκα πως ήμουν μόνη σε αυτή τη νέα για μένα πόλη, 
νέα εγώ η ίδια έχοντας όλη τη ζωή μπροστά μου, εκτεθειμένη στο κινούμενο μένος των πραγμάτων, μα σίγουρα νικήτρια: εγώ, εγώ και η Λίλα, εμείς οι δυο και αυτή η ικανότητα που είχαμε μαζί – μονάχα μαζί – και μπορούσαμε να αδράξουμε το πλήθος των χρωμάτων, των ήχων, των πραγμάτων και των ανθρώπων και να το αφηγηθούμε, 
να του δώσουμε δύναμη.»

Η "Υπέροχη φίλη µου", λοιπόν, το πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπολης, καταπιάνεται με την φιλία και την ιστορία δυο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας. Μια ιστορία με αφετηρία τον Ιανουάριο του 1944 όπως εκτυλίσσεται σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης.  Η κεντρική αφηγήτρια σε αυτό το μυθιστόρημα ενηλικίωσης είναι η Έλενα Γκρέκο, η οποία ανακαλεί μνήμες της παιδικής της ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης και της πολυαγαπημένης κολλητής φίλης της Λίλας. 


- Τι σημαίνει για σένα «μια πόλη χωρίς αγάπη»;
- Ένας λαός που στερείται την ευτυχία.
- Δώσε μου ένα παράδειγμα.
- Η Ιταλία την εποχή φασισμού, η Γερμανία την εποχή του ναζισμού, όλοι εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα της σημερινής εποχής. (σ.244)

Η συγγραφέας μας μυεί στην περίπλοκη και ιερή γυναικεία φιλία. Παρακολουθούμε όλη την εξέλιξη αυτής της σχέσης, πώς η μία κοπέλα επηρέαζε την άλλη, τις δυσκολίες, τις αντιζηλίες, το διαρκή μεταξύ τους ανταγωνισμό αλλά και τη βαθιά αγάπη. Παράλληλα όμως περπατάμε μαζί με τη συγγραφέα στις φτωχικές γωνιές της Νάπολης, που φαίνεται ότι γνωρίζει η ίδια πολύ καλά. Βιώνουμε τις αγωνίες, τον αγώνα των καθημερινών ανθρώπων. Βιοπαλαιστές, μαραγκοί, μανάβηδες, μηχανικοί, τσαγκάρηδες, θυρωροί· την αγωνία τους για την επιβίωση. 


«Πληβείοι ήμασταν εμείς. Πληβείοι ήταν αυτοί οι καβγάδες για το φαγητό και το κρασί, οι φιλονικίες για το ποιος θα σερβιριστεί πρώτος και καλύτερος, εκείνο το βρομερό πάτωμα πάνω στο οποίο πατούσαν και ξαναπατούσαν οι σερβιτόροι, εκείνες οι όλο και πιο χυδαίες προπόσεις…»


Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ τους συγγραφείς ακριβώς έτσι: απόμακρους. Με φέρνουν σε αμηχανία όσοι δίνουν συνέχεια συνεντεύξεις και υπερπροβάλλουν την προσωπική τους ζωή. Η ψευδωνυμία δεν παίζει κανένα ρόλο, η "Elena Ferrante" το αποδεικνύει αυτό με τη γραφή της. Δε με ενδιαφέρει ποια είναι η "Φεράντε", ούτε πώς είναι. Η γραφή της έχει ειλικρίνεια και αμεσότητα που σε κερδίζει. Έχει να πει πράγματα με έναν ξεχωριστό τρόπο. Και αυτό είναι που έχει σημασία τελικά στην τέχνη της γραφής, όσο και αν τείνουμε να το ξεχνάμε. 

«Πολλά κακά ιπποτικά μυθιστορήματα, Λενού, κάνουν έναν Δον Κιχώτη. Εμείς, όμως, με όλο τον σεβασμό απέναντι στον Δον Κιχώτη, εδώ στη Νάπολη δε χρειάζεται να παλεύουμε ενάντια σε ανεμόμυλους, θα πήγαινε στράφι τόσο θάρρος: μας χρειάζονται άτομα που ξέρουν πώς λειτουργούν οι ανεμόμυλοι για να τους βάλουν σε λειτουργία»

Ferrante Elena, Η υπέροχη φίλη μου, μτφρ. Δ. Δότση, Πατάκης, 2016.

22 Μαΐου 2017

Albert Camus, Η Πανούκλα



Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά, οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: "Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο". Κι αναμφίβολα ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του. Απ’ αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι που περνάνε και πρώτα πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες. Πως θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν δυστυχίες.

Albert Camus, Η Πανούκλα - απόσπασμα

2 Μαΐου 2017

από την Ακρόπολη στον Κήπο










"Περίπατος σήμερα πρωί από την Ακρόπολη στον Κήπο. Μέρα, δώρο Θεού. Διάλυση της ύπαρξης μέσα στο φως. Είναι δύσκολο να ξαναβγείς στην ανθρώπινη επιφάνεια ύστερα από τούτο."

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, Γ΄, Ίκαρος, Aθήνα 1984, σ. 109._

Καλό μήνα, καλή άνοιξη με ομορφιά ψυχής, καρδιάς.
Related Posts with Thumbnails