«Είμαστε φτιαγμένοι από τα υλικά των ονείρων
και ύπνος κυκλώνει τη σύντομη ύπαρξή μας.
Γιατί όλα τα υλικά αέρας είναι.»
(Τρικυμία, Ο.Σαίξπηρ, Πράξη Δ)
Τις προηγούμενες μέρες στράφηκα σε βιβλιογραφία διαβασμένη χρόνια πριν, σχετικά με το πώς αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι το μυστήριο του θανάτου από καταβολής του κόσμου. Από την αρχαία εγγύς Ανατολή (Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι), τους Κέλτες και τη γιορτή του θανάτου, τους αρχαίους Έλληνες. Είναι εντυπωσιακό το πώς οι αρχαίοι πολιτισμοί προσπάθησαν να αποδεχτούν, να ερευνήσουν και να ερμηνεύσουν το θάνατο με τη φιλοσοφία, αναζητώντας απαντήσεις.
Έπειτα έτυχε να διαβάσω ότι επιστήμονες κάνουν έρευνες για να βρουν το ελιξίριο της ζωής, ώστε να ζούμε έως εκατόν πενήντα χρόνια. Ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθεί να νικήσει το θάνατο, με το να επιμηκύνει περισσότερο τη ζωή. Δεν αναζητά πια απαντήσεις για το μετέπειτα, μοιάζει να εθελοτυφλεί. Και όμως ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο στη ζωή.
Σήμερα η μεγάλη δύναμη είναι η τεχνολογία και η επιστήμη. Οι απαντήσεις για θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης, παραμένουν οι ίδιες με όσες είχαν δοθεί στην αρχαιότητα. Καμία νέα προσέγγιση δεν έχουμε κάνει σε αυτά τα ερωτήματα. Σε εκείνα τα κείμενα αναζητούμε απαντήσεις ή δε ψάχνουμε καν απαντήσεις. Τις θάβουμε. Είμαστε ανάπηροι πνευματικά. Θεωρούμε άβολο ή άσκοπο να προβληματιστούμε, να φιλοσοφήσουμε, χαμένο χρόνο, ίσως πολυτέλεια.
Δε αγγίζουμε το θέμα. Είναι ο μεγάλος φόβος, η αχίλλειος πτέρνα του σύγχρονου ανθρώπου.
Πεθαίνουμε, χανόμαστε ως σώματα από αυτό τον κόσμο. Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να ακολουθεί. Κάνουμε παιδιά για να νικήσουμε το θάνατο. Σκοτωνόμαστε μεταξύ μας για να επικρατήσει ο ένας περισσότερο του άλλου. Αγαπημένοι χάνονται και μένουν πίσω τα ρούχα τους, τα αγαπημένα τους πράγματα. Το αποδεχόμαστε, συνεχίζουμε, αποδεικνύοντας τη δύναμη του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα και την ανημποριά του. Όσο και αν η επιστήμη προχωρά, δε θα νικήσει ποτέ τη δύναμη της φύσης.
Ο θάνατος είναι η απόλυτη δημοκρατία που μας εξισώνει όλους. Όλοι θα χαθούμε και εσύ που με διαβάζεις, και εγώ που γράφω. Για την ακρίβεια από καθαρή τύχη είμαστε εδώ. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Και όμως αναλωνόμαστε σε ματαιοδοξίες, τι νόημα έχουν;
Αν κάπου υπάρχει μια απάντηση για τη ζωή και το θάνατο είναι στη φύση. Στα σπαρτά, στα λουλούδια, στα δέντρα. Στο τέλος που σηματοδοτεί την αρχή. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν, και ο άνθρωπος ως κομμάτι αυτής της φύσης ακολουθεί τον κύκλο της. Επιστρέφει στο χώμα, του δίνει τα συστατικά του και ενώνεται μαζί της. Η επαφή με τη φύση απελευθερώνει.
Τα ψηλά δέντρα, ζούνε περισσότερα χρόνια από εμάς, ψηλώνουν τόσο που ίσα τα φτάνει το μάτι του ανθρώπου. Τα υπεραιωνόβια ζωντανά βουνά που μιλάνε στη δική τους γλώσσα, ανασαίνουν και δίνουν πνοή σε όλους εμάς και αντί να τα ευγνωμονούμε, τα καίμε. Υπάρχουν σήμερα παιδιά στο δυτικό κόσμο που δεν τα έχουν αγγίξει ποτέ.
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, τι θα κάναμε; Θα γράφαμε; Θα διαβάζαμε; Θα ζούσαμε με πάθος;
Από την άλλη, πώς γίνεται να μην είμαστε συμπονετικοί, να γινόμαστε ανταγωνιστικοί, να "πεθαίνουμε" για την επιβίωση και εντέλει να μη ζούμε; Πόσο τραγικά αστείοι θα μοιάζουμε αν μας παρατηρεί κάποιος από απόσταση.
Νομίζω ότι η ζωή κρύβει φοβερά μυστήρια, που αδυνατούμε να τα διανοηθούμε. Ο θάνατος δεν εκμηδενίζει, τονίζει την αξία της αγάπης. Αν κάτι είναι τόσο δυνατό όσο ο θάνατος, αυτό είναι η αγάπη. Η αγάπη προς τη φύση, τον εαυτό μας, τα ζώα, τον άλλο. Δεν είναι η τεχνολογία, απόδειξη ανωτερότητας. Όσο εθελοτυφλούμε και χάνουμε την ουσία της ζωής, όσο καταστρέφουμε τη φύση, όσο πονάμε τους άλλους, όσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τελειώνουν σε μια στιγμή, είμαστε ήδη νεκροί.
12/11/2020, ένας μήνας μετά παραμένει * δυνατή σαν το θάνατο η αγάπη
Κραταιά ως θάνατος αγάπη*
*Από το "Άσμα Ασμάτων" του Σολομώντα.
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης