«Εδώ που τα λέμε, όλη η ζωή είναι ένα παραμύθι, το παραμύθι που λες στον εαυτό σου. Αυτό είναι η ζωή. Ένα παραμύθι που φτιάχνεις μέσα σου. Ένα παραμύθι που έχει μέσα το μέρος που ζεις και τα μέρη που έζησες. Αυτά που ζεις κάθε μέρα. Τους ανθρώπους που ζεις κάθε μέρα – άντρες, γυναίκες, παιδιά, συγγενείς, φίλους, γείτονες, συνάδελφους, εχθρούς και ξένους. Τα πράγματα που γίνονται κι αυτά που πρέπει να γίνουν κι αυτά που θα ήθελες να γίνουν. Κι ύστερα κάτι γίνεται και το παραμύθι τελειώνει και τότε πρέπει να φτιάξεις άλλο παραμύθι, αν θέλεις να ζήσεις κι άλλο. Πρέπει να φτιάξεις ένα καινούργιο παραμύθι εδώ που σ’ έστειλαν να ζήσεις, σ’ έναν άλλο τόπο μ’ άλλους ανθρώπους. Και παλεύεις να το φτιάξεις, αν θέλεις να ζήσεις. Παλεύεις να χωρέσεις, σ’ αυτό το νέο παραμύθι άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους. Παλεύεις να φτιάξεις ένα καινούργιο παραμύθι. Έναν κόσμο καινούργιο, με σπηλιές και ρέματα, με πλατάνια, ξωκλήσια, ξερολιθιές κι αμπέλια ξερικά, με βάρκες, κουπιά και άγκυρες. Και για να φτιάξεις αυτό τον καινούργιο κόσμο πρέπει να φτιάξεις πρώτα έναν καινούργιο εαυτό. Καινούργια μάτια, καινούργια αυτιά, καινούργια γλώσσα, καινούργια μύτη, καινούργια χέρια. Γιατί έτσι μόνο θα μάθεις νέες εικόνες, νέους ήχους, νέες μυρωδιές και γεύσεις. Πρέπει να μάθεις τους καιρούς και τις θάλασσες και πως φυσάνε οι αέρηδες χειμώνα-καλοκαίρι. Πρέπει να μάθεις πώς να μην τρομάζεις όταν ο σορόκος ξεστελιώνει δέντρα και πέτρες και όταν μυρίζεις τη δρακοντιά κι όταν ακούς τους αρτέμηδες να κλαίνε στο σκοτάδι κι όταν ακούς τα ξύλινα σκαλοπάτια να τρίζουνε τις νύχτες του Αυγούστου. Πρέπει να μάθεις πως ξαγκιστρώνεις το γοφάρι για να μη σου φάει τα δάκτυλα και πώς ρίχνεις ξίδι στο κεφάλι της σμέρνας για να ψοφήσει. Κι ύστερα, όταν θα έχεις φτιάξει πια με χίλια ζόρια τον καινούργιο κόσμο, σε πιάνει εκείνος ο φόβος πως κάτι θα γίνει και θα τελειώσει και αυτός κι ύστερα θα πρέπει να φτιάξεις κι άλλον, κι άλλον, κι άλλον. Ως πότε όμως; Πόσοι κόσμοι χωράνε σ’ έναν κόσμο; Πόσες ζωές χωράνε σε μια ζωή; Πόσες ζωές χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει;» (σ. 62)
Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα από τις πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις. Ο Χρήστος Οικονόμου είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου Έλληνες συγγραφείς. Οι ήρωες του αισθάνονται φυλακισμένοι και η θάλασσα εντείνει αυτή την αίσθηση. Ο τίτλος του βιβλίου είναι ειρωνικός. Το καλό δεν έρχεται ποτέ από τη θάλασσα.
Χρήστος Οικονόμου, Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα, Πόλις, 2014
Παλαιότερες αναρτήσεις αφιερωμένες στον Χρήστο Οικονόμου:
[Εις Εαυτόν], Χρήστος Οικονόμου.
2 σχόλια:
Όμορφο
Φιλάκια ...
Όμορφο
Φιλα΄κια ...
Δημοσίευση σχολίου