Σήμερα αργά το απόγευμα τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου "Η γραμμή του ορίζοντος" του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ένα βιβλίο γεμάτο προβληματισμό και αλήθεια για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με κέρδισε η γραφή και με ταξίδεψε η σκέψη του. Θα μπορούσα πολλά να σας γράψω τόσο για τον ίδιο, όσο και για το συγκεκριμένο βιβλίο. Αντί αυτού θα μοιραστώ μαζί σας αποσπάσματα από το βιβλίο.
«Ο ενωμένος κόσμος πρέπει να γίνει ανοιχτό βιβλίο. Κάποτε πρέπει να γραφτεί με μολύβι Faber Castell ότι ο κόσμος είναι ένα παιχνίδι, τα σύνορα μια απάτη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ένας θλιβερός πεισματάρης χωρίς συγγραφικό ταλέντο, οι ψυχαναλυτές το ιερατείο του χάους, το Αιγαίο πέλαγος ο θησαυρός του τουρίστα Γοδεφρείδου, οι Έλληνες τα ξέφτια της ουτοπίας. Κάποτε θα έρθει η ώρα να γίνουν όλα ακόμα πιο γρήγορα και να μη μείνει τίποτα πού να είναι σε θέση να αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. Όλοι όσοι επιθυμούν να γίνουν Έλληνες θα χαμηλώσουν το βλέμμα, θα παραμείνουν ασάλευτοι και θα υποδεχτούν αδιαμαρτύρητα τα ταχύτητα στίφη του ενωμένου κόσμου. Στο Μυστρά έγινε η πιο μελαγχολική στέψη, όλοι ήξεραν.»
«Να κόψεις το νήμα, αυτό ήταν το μυστικό, να σταματήσεις να ζεις ώστε να γίνεις κάποτε κάτι πολύ μεγάλο, κάτι απόμακρο, αέρινο, απρόσιτο, γοητευτικό, αινιγματικό, μυστηριώδες. Να λες κάτι σπουδαίο, να ανεβαίνεις συνεχώς, να προοδεύεις, ν’ ανατινάζεις το παρελθόν, κάθε κίνησή σου να είναι μια βόμβα στο οικοδόμημα του παρελθόντος, κοντινού και μακρινού, οικείου και άγνωστου, σκοτεινού και ξεκάθαρου. Κάθε χειρονομία να αποτελεί ρήξη με τις ασυνάρτητες ιστορίες της γιαγιάς, με τα φαντάσματα της πίστης της. Δεν χρειαζόταν καμία πίστη, μόνο ένας τρόπος, χρειαζόταν ένας ωραίος τρόπος για να γίνεις κάτι πολύ μεγάλο που θα το αναγνώριζαν όλοι, θα το χειροκροτούσαν από μακρυά. Έπρεπε να έχεις τον τρόπο σου, να ξεχωρίζει ο τρόπος σου από το φορτίο των άλλων, έπρεπε να βάλεις παντού την υπογραφή σου, τη σφραγίδα σου, να μην υποκύπτεις ποτέ, να προσχωρείς σε ένα ρεύμα μόνο και μόνο για να του δώσεις τον δικό σου τόνο, να το οδηγήσεις εκεί που εσύ νομίζεις.»
«Ο ενωμένος κόσμος πρέπει να γίνει ανοιχτό βιβλίο. Κάποτε πρέπει να γραφτεί με μολύβι Faber Castell ότι ο κόσμος είναι ένα παιχνίδι, τα σύνορα μια απάτη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ένας θλιβερός πεισματάρης χωρίς συγγραφικό ταλέντο, οι ψυχαναλυτές το ιερατείο του χάους, το Αιγαίο πέλαγος ο θησαυρός του τουρίστα Γοδεφρείδου, οι Έλληνες τα ξέφτια της ουτοπίας. Κάποτε θα έρθει η ώρα να γίνουν όλα ακόμα πιο γρήγορα και να μη μείνει τίποτα πού να είναι σε θέση να αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. Όλοι όσοι επιθυμούν να γίνουν Έλληνες θα χαμηλώσουν το βλέμμα, θα παραμείνουν ασάλευτοι και θα υποδεχτούν αδιαμαρτύρητα τα ταχύτητα στίφη του ενωμένου κόσμου. Στο Μυστρά έγινε η πιο μελαγχολική στέψη, όλοι ήξεραν.»
«Να κόψεις το νήμα, αυτό ήταν το μυστικό, να σταματήσεις να ζεις ώστε να γίνεις κάποτε κάτι πολύ μεγάλο, κάτι απόμακρο, αέρινο, απρόσιτο, γοητευτικό, αινιγματικό, μυστηριώδες. Να λες κάτι σπουδαίο, να ανεβαίνεις συνεχώς, να προοδεύεις, ν’ ανατινάζεις το παρελθόν, κάθε κίνησή σου να είναι μια βόμβα στο οικοδόμημα του παρελθόντος, κοντινού και μακρινού, οικείου και άγνωστου, σκοτεινού και ξεκάθαρου. Κάθε χειρονομία να αποτελεί ρήξη με τις ασυνάρτητες ιστορίες της γιαγιάς, με τα φαντάσματα της πίστης της. Δεν χρειαζόταν καμία πίστη, μόνο ένας τρόπος, χρειαζόταν ένας ωραίος τρόπος για να γίνεις κάτι πολύ μεγάλο που θα το αναγνώριζαν όλοι, θα το χειροκροτούσαν από μακρυά. Έπρεπε να έχεις τον τρόπο σου, να ξεχωρίζει ο τρόπος σου από το φορτίο των άλλων, έπρεπε να βάλεις παντού την υπογραφή σου, τη σφραγίδα σου, να μην υποκύπτεις ποτέ, να προσχωρείς σε ένα ρεύμα μόνο και μόνο για να του δώσεις τον δικό σου τόνο, να το οδηγήσεις εκεί που εσύ νομίζεις.»
«Στη μέση της νύχτας θα ξύπναγε από κάποιο κορνάρισμα, θα άνοιγε τα μάτια κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα φώτα του αυτοκινήτου από το δρόμο θα ταξίδευαν φευγαλέα στο ταβάνι. Θα σηκωνόταν χωρίς να κάνει θόρυβο και θα έβγαινε στο μπαλκόνι, θα έπαιρνε βαθιά ανάσα, θα μύριζε την Αθήνα, θα σκεφτόταν διάφορα σαχλά πράγματα, θα έλεγε μέσα της έναν ανόητο μονόλογο, θα γύριζε να κοιμηθεί χωρίς να διακόψει την ελαφρά ξελιγωμένη φωνή κάτω από το μαξιλάρι. Αν ήταν 1983, θα είχε ανέβει μαζί της χωρίς να την ρωτήσει κι όταν τελείωναν όπως όπως θα γύριζε από την άλλη μεριά, θα προλάβαινε και θα γύριζε από την άλλη μεριά. Όλη τη νύχτα θα είχαν γυρισμένες τις πλάτες και μόνο το πρωί θα γύριζαν πέντε λεπτά πριν σηκωθούν, θα την αγκάλιαζε και μετά θα της έλεγε πως έχει μια δουλειά. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατάφεραν να γυρίζουν πολύ άνετα από την άλλη μεριά, αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι ελεύθερες σχέσεις, ο σεβασμός της προσωπικότητας, η ισότητα των δυο φύλων, το έλεγαν όλα τα περιοδικά, το βροντοφώναζαν οι πανεπιστημιακές αναλύσεις, το υποστήριζαν οι διαδηλωτές στους δρόμους, το πρότειναν τα τραγούδια, το έβλεπαν στις ταινίες, το έγραφαν στα βιβλία, να του γυρίζεις την πλάτη, να της γυρίζεις την πλάτη, το πρωί να έχετε μια δουλειά.
Μέσα σε είκοσι χρόνια όλοι βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν μια δουλειά, στις δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκονται κάπου. Μέσα σε είκοσι χρόνια είσαι ελεύθερος να δεχτείς όλες τις δοκιμασίες νομίζοντας ότι είναι ξαφνικές ευλογίες που έρχονται από το πουθενά, σταλμένες από την τυχαία πλοκή, κληροδοτημένες από το τίποτα.
Μελαχρινή, συμπαθητική, ξέρει να κοιμάται με κάποιον χωρίς να τον γουστάρει, το έχει μάθει πολύ καλά και το έχει βαρεθεί, ας επιμένουν τα διαφημιστικά. Σηκώνει τους ώμους, πίνει μια γουλιά, αν ήταν 1977, θα έλεγε ότι είναι φανταστικό αυτό το κομμάτι και τώρα μένει στη σιωπή, πίνει μια γουλιά, αισθάνεται μια κάποια συμπάθεια για αυτόν τον σχεδόν κουφό άνθρωπο που παλεύει ν’ ανακαλύψει λίγη μουσική μέσα στο χάος, είκοσι χρόνια μετά. Δε θα του γυρίσει την πλάτη, δε θα κοιμηθεί μαζί του, θα του χαμογελάει από μακριά.»
Μελαχρινή, συμπαθητική, ξέρει να κοιμάται με κάποιον χωρίς να τον γουστάρει, το έχει μάθει πολύ καλά και το έχει βαρεθεί, ας επιμένουν τα διαφημιστικά. Σηκώνει τους ώμους, πίνει μια γουλιά, αν ήταν 1977, θα έλεγε ότι είναι φανταστικό αυτό το κομμάτι και τώρα μένει στη σιωπή, πίνει μια γουλιά, αισθάνεται μια κάποια συμπάθεια για αυτόν τον σχεδόν κουφό άνθρωπο που παλεύει ν’ ανακαλύψει λίγη μουσική μέσα στο χάος, είκοσι χρόνια μετά. Δε θα του γυρίσει την πλάτη, δε θα κοιμηθεί μαζί του, θα του χαμογελάει από μακριά.»
(Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος, Εστία, 1992)
16 σχόλια:
Καλημέρα!
Στα υπόψη..
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΚΑΛΠΙΚΕΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΕΣ, ΕΣΥ ΔΙΑΒΑΖΕΣ ΒΙΒΛΙΑ Ε; ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΕΚΑΝΕΣ.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΥΛΑΝΕ!
Ti mou thimises... Yperoxos,
poli wraia apospasmata,
na prosexeis simera to kruo ;)
Kalimeres polles.
Γεια σου και από εδώ!
Πολύ όμορφο εξύφυλλο.
Δε θυμίζει Εστία.
Δεν τον ήξερα το συγγραφέα.
Ακούγεται πολύ καλό βιβλίο!
είχα μέρες να σε επισκεφθώ,κακώς..
όπως πάντα υπέροχες οι αναρτήσεις σου,και ιδιαίτερα η χθεσινή,σ'ευχαριστώ πολύ. eviv
Αποσπάσματα που λένε πολλά, κόντρα στη μιζέρια των καιρών. Η ποίηση των λέξεων του Βακαλόπουλου, που χάθηκε στα 36 του, μπορεί να δώσει χαρά, όσο απαγορευτικές κι αν είναι οι συνθήκες γύρω μας.
Η δική μου κορυφαία σημείωση από το βιβλίο:
"...Κάποτε υπήρχε ελάχιστο παρόν, όσο ακριβώς χρειαζόταν ώστε να μην ξεχνιέται η μέρα, να μην λυγίζει κάτω από το βάρος των αιώνων. Τότε ήταν συμπαθητικό το παρόν, ήταν ντροπαλό, άκουγε τους μεγαλύτερους του, περίμενε την σειρά του, δεν έβγαζε γλώσσα, δεν κρατούσε κακία, έλεγε τον πόνο του. Τότε ήταν τρυφερό το παρόν γιατί είχε καεί η γούνα του από τον έρωτα. Είχε αποφασίσει να είναι ευγενικό, να στέκεται στην άκρη και να παρατηρεί, να μην προδίδει έτσι εύκολα τα βάσανά του να μην διεκδικεί έτσι εύκολα τα δικαιώματά του, να μην χτυπάει το ποδαράκι του στο πάτωμα, να μην μουτρώνει, να μην κακολογεί, να μην γκρινιάζει."
XΡHΣTOΣ BAKAΛOΠOYΛOΣ, H ΓΡAMMH TOY OΡIZONTOΣ
Σημ. Ο Κωστής Παπαγιώργης έχει γράψει στη μνήμη του το "Γεια σου, Ασημάκη".
Χαιρετώ σας!
κ.κ.
Δεν τον γνώριζα και είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς κάτι μόνο από τις περικοπές. Είναι δύσκολο νομίζω να μιλάει συγχρόνως η γυναικεία και η ανδρική σκέψη. Φάνηκε μία προσπάθεια να φαίνεται αυτό πραγματικό.
Μου άρεσε η περικοπή του προηγούμενου ανώνυμου σχολίου.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, όπως λέει και η προηγούμενη ανάρτησή σου, πρέπει κανείς να εκπαιδεύει την καρδιά!
Καλό βραδάκι!
@ Hfaistiwnas : καλησπέρα Ηφ, αξίζει :) καλό σκ!!
@ ΒΑΡΘΑΚΟΥΡΗΣ : Συνέχεια διαβάζω βιβλία. Είναι η δική μου διαφυγή, αν δεν διαβάσω λογοτεχνία κάτι μου λείπει. Απλώς το blog είναι πολυθεματικό και δεν αναφέρομαι συχνά σε ότι διαβάζω. Θα ήταν καλό να αναφέρομαι συχνότερα στα βιβλία.
Όσο για εχτές, δεν άνοιξα καθόλου την τηλεόραση, γενικότερα δεν την ανοίγω. Τώρα με τα τραγελαφικά που ζούμε, προσπαθώ πλέον να προφυλάξω την ψυχική και νοητική μου κατάσταση...
@ treno fantasma : :) Μόλις εχτές τον διάβασα και ταξίδεψα λίγο σε καλοκαιρινές στιγμές. Ωραίο βιβλίο!
@ librarian : Όντως πολύ όμορφο εξώφυλλο, συμφωνώ. Σου φτιάχνει τη διάθεση. Να τον ψάξεις, τόσο το έργο του, όσο και τη ζωή του! Νομίζω πως είναι όντως ένα πολύ καλό βιβλίο.
@ eviv : Σου βάλαμε απουσία!! :)) Να έρχεσαι τότε συχνότερα. Χαρά μας δίνεις, καληνύχτα :)
@ κ.κ. : Υπογράμμισα τόσα πολλά σημεία του βιβλίου (έχω αυτή την "κακή" συνήθεια)... Πολύ όμορφο το απόσπασμα που μας αφήσατε εδώ. Σας ευχαριστώ! Έκανε τόσα πολλά και άφησε τόσα έργα για το σύντομο χρόνο της ζωής του. Συμφωνώ κόντρα στη μιζέρια των καιρών! Σαν ποίηση οι λέξεις του όντως.
@ Άστρια : Αξίζει να διαβαστεί από περισσότερους ο Βακαλόπουλος. Σίγουρα είναι δύσκολο να καταλάβεις το βιβλίο απλώς από κάποια αποσπάσματα, μου άρεσε όμως τόσο ο τρόπος της γραφής του, που ήθελα να σας αντιγράψω κάποια σημεία που με κέρδισαν. Άλλωστε το θέμα του, μπορεί να το διαβάσει όποιος επιθυμεί από το link στο τέλος του post. Συμφωνώ για το σχόλιο του/της κ.κ., ευχές για ένα όμορφο βράδυ / σκ ;)
Εξαιρετικό βιβλίο. Αν βρεις, διάβασε και τους "Πτυχιούχους".
@ γρηγόρης στ. : Αυτό το βιβλίο μου το πρότεινε και ένας φίλος στο fb σήμερα το πρωί. Θα το αναζητήσω, ευχαριστώ!
Τι όμορφα λόγια! Καθώς διάβαζα τα αποσπάσματα σκεφτόμουν ότι τελικά η καλύτερη αντίσταση είναι αυτό που κάνεις.
Να διαβάζεις, να ψάχνεσαι, να μην αφήνεσαι. Να σαι καλά που παρασέρνεις κ εμάς εδώ μαζί σου.
Συμφωνώ για τους "Πτυχιούχους".
"""«Να κόψεις το νήμα, αυτό ήταν το μυστικό, να σταματήσεις να ζεις ώστε να γίνεις κάποτε κάτι πολύ μεγάλο, κάτι απόμακρο, αέρινο, απρόσιτο, γοητευτικό, αινιγματικό, μυστηριώδες.
Να λες κάτι σπουδαίο, να ανεβαίνεις συνεχώς, να προοδεύεις, ν’ ανατινάζεις το παρελθόν, κάθε κίνησή σου να είναι μια βόμβα στο οικοδόμημα του παρελθόντος, κοντινού και μακρινού, οικείου και άγνωστου, σκοτεινού και ξεκάθαρου. Κάθε χειρονομία να αποτελεί ρήξη με τις ασυνάρτητες ιστορίες της γιαγιάς, με τα φαντάσματα της πίστης της.
Δεν χρειαζόταν καμία πίστη, μόνο ένας τρόπος, χρειαζόταν ένας ωραίος τρόπος για να γίνεις κάτι πολύ μεγάλο που θα το αναγνώριζαν όλοι, θα το χειροκροτούσαν από μακρυά. Έπρεπε να έχεις τον τρόπο σου, να ξεχωρίζει ο τρόπος σου από το φορτίο των άλλων, έπρεπε να βάλεις παντού την υπογραφή σου, τη σφραγίδα σου, να μην υποκύπτεις ποτέ, να προσχωρείς σε ένα ρεύμα μόνο και μόνο για να του δώσεις τον δικό σου τόνο, να το οδηγήσεις εκεί που εσύ νομίζεις.» """
Το σημείο κλειδί, το οποίο μπορεί να χαθεί αν κάποιος προσέξει μόνο αυτό το απόσπασμα, είναι ότι το βιβλίο ―και ο Βακαλλόπουλος― χλευάζει τις παραπάνω σκέψεις.
Τις παραθέτει δηλαδή ως παραδείγματα αλλοτρίωσης, ως τα κλισέ στα οποία παγιδεύτηκε η γενιά του.
Αυτό το «Να λες κάτι σπουδαίο, να ανεβαίνεις συνεχώς, να προοδεύεις, ν’ ανατινάζεις το παρελθόν, κάθε κίνησή σου να είναι μια βόμβα στο οικοδόμημα του παρελθόντος» το παραθέτει ως παράδειγμα του βλακώδη τρόπου με τον οποίο σκέφτονταν, και κατέστρεφαν τα πάντα στο περασμά τους.
Δημοσίευση σχολίου